Πλατεία <Μιαούλη> Της Ερμούπολης το κέντρο,ήταν η «Πολιτεία»μας. Και ο καθρέφτης της ζωής του νησιού(που ζούσα), ήταν η πλακόστρωτη Πλατεία μας. Του άδολου έρωτα το πρώτο βλέμμα που συναντούσα. ……….. Με το μυαλό μας ,ποτέ τις πλάκες,δεν την μετρήσαμε στο φάρδος και στο μήκος, χιλιόμετρα όμως πάνω της,πολλά εδιανύσαμε., στο πέρα –δώθε..σαν άοκνος λύκος. Χώμα,νερό..Φοίνικες στον ουρανό...ευταξία, τα χρόνια που επέρασαν,μαρτυρούσαν.. κι’ η <αλαβάστρινη>Εξέδρα ..ευτηξία, που οι Μούσες της ,με σιωπή..μιλούσαν. Το βλέμμα του άσπρου αγάλματος, που τ’όνομα πήρε, Ανδρέα του Μιαούλη, λές,ακόμα πολεμά για Ειρήνη…ακάματος. Λεύτεροι νάν’οι άνθρωποι κι’οχι δούλοι. Την Πλατεία κύκλωνε η Αρχοντιά…. Ξενοδοχεία,μαγαζιά,οι καμάρες, το ηγεμονικό Δημαρχείο….., και άνθρωποι πατριώτες με λεβεντιά, είτε στο Πάνθεον πίναν τον καφέ τους,ή σ’άλλο καφενείο. Εκεί, η περηφάνεια, μας φούσκωνε τα στήθια, όταν στις παρελάσεις στους Ηρωες ανοίγαμ’ αγκαλιές. Στους Επιτάφιους όλοι εψάλλαν, Χριστού την αλήθεια, όταν ανθίζαν κάθε χρόνο της ζωής οι πασχαλιές. Εκεί πάντα ωρίμαζε το κάθε προσκλητήριο, της σκοτεινής πολιτικής, των πανσέληνων βραδιών. Της αλησμόνου Αποκριάς ήταν το εφαλτήριο, της χαράς μας,της γιορτής ,..το σκίρτημα των καρδιών Εκεί του πρώτου έρωτα αλλάξαμε ματιές, ταχύνοντας το βήμα για συναντήσεις πιότερες … Kι’άφού του«Πλάτωνα» αγάπες γεννιόνταν τις νυχτιές, στα όνειρα ..κρυφό φιλί, δίναμε στις ομορφότερες. Η Πλατεία Μιαούλη.. Της Ερμούπολης η πόλι Της θάλασσας η πύλη. Της Σύρας η ζωή όλη. Τα πρωϊνά, εκεί «ανταμώνανε» φευγαλέα, η μιζέρια, του λούστρου, (που <στάθμευε> με τα <σύνεργά> του, στη βάση της Εξέδρας), του αξυπόλητου πεινασμένου γαβριά, (που ένιωθε προστασία στα ..πόδια του Μιαούλη) και της <ιλαροτραγικής> φιγούρας, (που αρμένιζε στο θυμόσοφο χρόνο της ύπαρξης της), με τους <λαιμοδετοφόρους>……, τον βιαστικο δικηγόρο, (που πηδούσε τα σκαλιά του Δημαρχείου, να ..αθωώσει…τον <αμαρτωλό.>;; απο <καθ’έδρας>), τον ατσαλάκωτο επιχειρηματία ή <επιτηδευματία>, (που φρεσκοξυρισμένοι, φρεσκοσιδερωμένοι, πάσχιζαν να..<αποφύγουνε> την αχρηματία.) Τα μεσημέρια ,εκεί «συνεργούσανε» με συμπάθεια, ο λούστρος,ο γαβριάς, η <ιλαροτραγική> φιγούρα ο δικηγόρος,ο επιχειρηματίας κι’ο <επιτηδευματίας>. (Ο σεβασμός ζέσταινε των ανθρώπων τις σχέσεις. Κανόνας άβατος,αντικειμενικός,χωρίς υποθέσεις). Ενα μοσχοβολημένο σουσαμένιο κουλούρι απ’τον δικηγόρο έφερνε χαμόγελο στο στομάχι του γαβριά. Ενα γυάλισμα στα σκαρπίνια του επιχειρηματία σε διπλή <ταρίφα> ξεκοκκίνιζε τον <τούρκο>λούστρο. Και μια <αγγαρεία>στην αγορά απ΄τον <επιτηδευματία> στην <ιλαρό-τραγική> φιγούρα, έδινε ελπιδοφόρο κουράγιο να δικαιολογήσει την υπόστασή της. Τη μιζέρια..μοιράζανε και τα πρόσωπα όλων μοιάζανε. Και τα βράδια, άχ .,αυτά τα άληστα,του Σαββατόβραδου, βράδια, εκεί οι καρδιές όλων «αδελφωνόσανε». Η άψυχη Πλατεία μας ζωντάνευε, κανέναν δεν ορφάνευε. Τα λίγα φώτα της και της μαρμάρινης Εξέδρας της, μαζί μετ’άλλα των καταστημάτων, έμοιαζαν πυροτεχνημάτων εκτόξευση, φιλίας και έρωτος λόγχευση στις καρδιές ,μεγάλων –μικρών αγοριών της ήβης και κοριτσιών. Οι αισθήσεις παρελαύνανε με τυμπανοκρουσίες <απελευθέρωσης>, ζωής φανέρωσης. Βοή ευφροσύνης, καρδιές καλωσύνης. Γέλιο αιωνιότητας, μακαριότητας, έσμιγαν με το γιασεμί,βροντόφωνα, που το άρωμα του διαρκούσε ολόχρονα. Η φιλαρμονική του Δήμου, πάνω στην Εξέδρα, κάθε Κυριακή βράδυ.. ακολουθούσε τον <τροχαίο>των Μουσών, αόρατης μπαγκέτας και οι πλουμιστές στολές των μουσικών λαμπύριζαν στο χρυσαφί της τρομπέτας. Και ξαφνικά,νοσταλγικά στη θύμηση, το μακρινό παρελθόν γίνεται αδήριτο παρόν. Κοιτάς,ακούς,οσφραίνεσαι και γεύεσαι, Την υγεία,ανέγνοιαστα, της Ανοιξιάτικης νυχτερινής υγρασίας του νοτιά, η τα κόκκινα γελαστά ανθρώπινα μάγουλα, (μόνο αυτά βλέπεις), που έτσι αντιδρούν να φυλαχτούν στη χειμωνιάτικη νύχτα. Και περπατάς,περπατάς. χωρίς να μετράς, τον χτεσινό χρόνο, τον τωρινό πόνο……… στο ξέθωρο,μεγάλο-μικρό παρελθόν. Της καλπάζουσας επιστήμης ο υπέρηχος…ψόφος αδυσώπητος, στο εύθραυστο γυαλί της αιωνιότητος να ξαποστάσει..δεν σκοτίζεται. Ομως νά..γκρεμίζεται πρόωρα,χυδαία, του ονείρου ο κατάφυτος λόφος, σε τρίμματα μνήμης. …….. Η επανοφορά, συμφορά, στο ανελέητο παρόν, η αμαρτία μας. Η πλατείας μας, που απ’τα πατήματα μας,χρόνια τώρα αν και στα μαρμάρινα πλακάκια, ανακατεμένα, πολλές φορές σκουντουφλήσαμε με τα μάτια δεμένα, δεν θέλαμε να περάσει γρήγορα η ώρα, αφού στο άδολο <Εκεί> αληθινά εζούσαμε. ……….. Στης Ερμούπολις το κέντρο,η Πλατεία μας, υπήρχε τότε-ίσως και τώρα(θα επιθυμούσα) η ζωή του νησιού,που ήταν η <Πολιτεία > μας, με όποια μορφή δηλώνει ακόμα «παρούσα.» |