H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να περιμένουμε... δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή. Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και .........μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά.. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένα από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες. Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαιδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Κανείς δενμπορούσε να μάς βρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάγαμε τα κόκκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους» Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα.. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε.Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι. Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους.. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα... μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα. Χάσαμε χιλιάδες μπάλλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Κυνηγούσαμε > σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν.> Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε; Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι.. Τι φρίκη! Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντιηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ. Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα για να τους βάλουμε χέρι, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room και γράφοντας ; ) : D : P> Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε. > Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»... συγχαρητήρια! Είχεςτην τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί.
Διάβασα πολλές φορές το καταπληκτικό σχόλιο σου και θυμήθηκα εκείνα τα φτωχά, αλλά όμορφα χρόνια, είχα την τύχη να επιβιώσω και να μεγαλώσω και εγώ σαν παιδί.Μπράβο φίλε συνχαρητήρια.
Α. "Οι πολιτικοί, ασχέτως κόμματος, δε θεωρούν τον εαυτό τους ένα κομμάτι της Ελλάδας, γιατί θεωρούν την Ελλάδα ένα κομμάτι του εαυτού τους! Β. Δεν ήρθαν οι εταίροι μας για να μας ελέγξουν. Για να ξεσηκώσουν το σχέδιο ήρθαν. Όλοι θέλουν να κλέψουν, αλλά δεν ξέρουν τον τρόπο! Γ, Έτσι και συνεχίσει για...κανένα χρόνο ακόμα τη βιόλα της λιτότητας και της άγριας φορολόγησης ο Γ.Α.Π., βλέπω να ληστεύουμε τους Αλβανούς. Δ. Η μόνη φορά που πάμε μπροστά στην Ελλάδα είναι όταν βάζουμε τα ρολόγια μας μια ώρα μπροστά! Ε, Οι μόνοι που έχουνε μετρητό σήμερα, είναι οι ζητιάνοι ΣΤ. Από εγκληματικότητα, αφήστε το καλύτερα. Παλιά φωνάζαμε, «αστυνομία Βοήθεια», τώρα φωνάζουμε, «βοήθεια η αστυνομία!» Ζ. Αν νομίζεις ότι όλοι σε έχουν ξεχάσει, άφησε για δύο μήνες απλήρωτη την πιστωτική σου κάρτα. Η. Οι ηλίθιοι πολιτικοί και οι βλάκες ψηφοφόροι είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον.. Θ. Στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις είναι σαν τους θανατοποινίτες. Με το που βγαίνουνε ζητάνε χάρη. Ι. Η διαφορά μεταξύ ελληνικής οικονομίας και Τιτανικού: Στον Τιτανικό είχε και ορχήστρα ΙΑ. Παπακωνσταντίνου: Εξυπνότερος του Αϊνστάιν. Tον Αϊνστάιν βρεθήκανε και δέκα άνθρωποι που τον καταλάβανε, αυτόν δεν τον κατάλαβε ακόμα κανείς! ΙΒ. Το οργανωμένο έγκλημα έχει διαφορετικά ονόματα από χώρα σε χώρα. Στην Αμερική ονομάζεται ΜAΦΙΑ, στην Ιταλία ΚΑΜΟΡΑ και στην Ελλάδα ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ! ΙΓ. Είμαι ευτυχής που ζω σε μια δημοκρατική χώρα, όπου μπορεί κανείς να κάνει ελεύθερα οτιδήποτε θελήσει το ΔΝΤ !" M. PAGONIS
Οι αδέσποτες ματιές σε προσπερνούσαν των κοριτσιών, που'χανε ζώσει το βαγόνι. Εφευγες και μαντήλια δεν κουνούσαν, στις ράγες φτυάριζαν τον ήλιο και το χιόνι.
Θα φύγω, άντε γειά, Χωρίς επιστροφή, είπες, κι έφερες μια ζειμπέκικου στροφή.
Της γυάλας το νερό δε στο αλλάξαν, θαμπά έβλεπες το πλήθος να περνάει, χαμόγελα νεανικά σου τάξαν, να'χεις εδώ,που ως και ο μορφασμός γερνάει.
Κεντάει ο ουρανός μ'αυγές και δειλινά τη στράτα καθενός που πάει στο πουθενά.
Φεγγάρια και παγώνια μες'στην πάντα, σαράγια και ουρί του παραδείσου. Μα όταν παράδινες το πνεύμ σου για πάντα, δυό άδεις σύριγγες καρφώναν το κορμί σου
Αγαπητέ φίλε απόμαχε ο Τακης Κυριτσόπουλος, είναι πάρα πολύ μεγάλος χιουμορίστας, φαίνεται σε όλα τα σκίτσα του, αλλά είναι ακόμη ένας πολύ άριστος ποιητής, το βραδυ θα βάλω και ένα ποίημα του και ένα ακόμη σκίτσο του.ΕΜ
Τι θα μπορούσε να έχει αλλάξει, Ίδιες οι γκριμάτσες του ουρανού στο ραγισμένο φεγγίτη. 'Ιδιο φεγγάρι της στιγμής το λαδοκάντηλο αχνοφωτίζει το εικονοστάσι των πιατικών και τις σκιές που επέζησαν. Ίδια και η μνήμη του σοβά, να φτάνει μέχρι το γέλιο μας. Μονάχα το τελείωμα του δειλινού αλλάζει σε άλικο βαθύ, σαν αίμα αθώου.
Τι θα μπορούσε να έχει μεσολαβήσει, Κρεμασμένος λοξά στο σαλόνι ο πρόγονος με το ταλαμπουρίσιο ζωνάρι και τη φέρμελη, μια παραπεταμένη Ελλάδα. Στη ράχη της καρέκλας το κομπολογάκι με τη μεταξένια του φούντα, που πρασίνιζε την άνοιξη. Κι από τα πέρατα του ανέμου να ξεπροβάλλει ο χειμώνας και το βρεγμένο ουρλιαχτό στο ακορντεόν του μετανάστη, Σ'αγαπώ γιατί είσαι ωραία.
Όλα,λέω,θα παραμείνουνε ίδια ισαπέχοντας απ'την βροχή και τον ήλιο. Οι γυναίκες,που θα κλαυθμυρίζουνε με το μέσα μέρος της φωνής τα καθημερινά τους στα αδιέξοδα σοκάκια. Τα λιγνά μας όνειρα,που πάνω μας θα στραφούνε κάποτε σαν πετριές στα χέρια των φίλων. Οι νέοι που θα διαμαρτύρονται στις αυριανές λεωφόρους με την παλάμη ψηλά να διατοιχίζεται στην αύρα, ως να ψάχνει να κόψει ένα λουλούδι. Οι κραταιοί,όπου γής,που θα καθαγιάζουνε την ύβρι, εξαγνιζόμενοι στις κολάσεις των άλλων. Όλα,το ορκίζομαι,θα παραμείνουνε ίδια. Κι ο καθένας τόπος μας πάντοτε, τον Χριστό του και τον Ιούδα του θα'χει.
Εχει τραβήξει της στιγμής φωτογραφία κάπως θαμπά από τον ιδρώτα της ζέστης, μια μηχανή, π'έγραφε ασπρόμαυρη ιστορία, όταν την έστηνε στο τρίποδο ο Ανέστης.
Στο φόντο μέσα κυπαρίσσια,ελιές και βράχοι, μια μαντζουράνα κι ένας μάης σε μπαλκόνι, λίγο πιο πίσω,όσοι απομείνανε μονάχοι, με μια φλογίτσα στη ματιά,που μαχαιρώνει.
Πιο κει γρατσούναγαν ξεκούρδιστη κιθάρα ο Μάνος,ο Παμείνος κι ο Ηλίας. Κι όπως τους φώτιζε η κάφτρα απ,τα τσιγάρα το χτυποκάρδι τους ρεφρέν της νυκτωδίας.
Συ είχες κρεμάσει χαιμαλί μη σε ματιάσουν, κι ως έσβηνε η βανίλια στο ποτήρι, το ίδιο ναι ξαναψιθήριζε η ματιά σου, όταν δειλά πάνω στον ώμο μου είχες γείρει.
Εφερνε κύκλους ο ψαλμός της χορωδίας γύρω απ'της χάσης τ'Απριλιάτικο φεγγάρι. Κι είχε αναμμένα όλα τα φώτα της πορείας, ο Επιτάφιος,που σήκωναν φαντάροι.
Αδεια από κόσμο η μαρμάρινη πλατεία, στο βάθος πέρα σημαιοστόλιστο το γέρμα. Τέλος κι αρχή είχε η παλιά φωτογραφία ένα χαμόγελο παιδιού,ωραίο σαν ψέμα.
Το διάβα μας φωτίζει λιανού κεριού αχτίδα στο αιώνιο ταξίδι ακούσιας διαδρομής. Και τα όνειρα τυλίγει παλιά εφημερίδα, που γι αποδράσεις γράφει κι εγκλήματα τιμής.
Στον τοίχο των θαυμάτων μεσίστια ανεμίζει ωραία μα ξεχασμένη άλικη παρθενιά κι η στοιχειωμένη κόμη αναριγά κι ασπρίζει ζουμπούλι το ζουμπούλι,χιονιά με το χιονιά.
Στο τέρμα της λιακάδας καλικάντζαροι γλεντάνε, άσεμνα λεν τραγούδια στη μέθη της ρακής. Μα αετόπουλα ραμφίζουν,σύνμεφα ενώ κρατάνε ψωμί κάτω απ'τη γλώσσα κι ήλιο της Κυριακής.
Σε μαυροπίνακες μικροί ακονίζαμε τα τεμπεσίρια μας και πολιτείες παραμυθένιες στο νου μας χτίζαμε. Ανθρώπων πόθους κρυφά ενώναμε με τα γεφύρια μας, παιδιά χορταίναν στους ορυζώνες,που ζωγραφίζαμε.
Σε τρίποδο όπλων, μέσα σε κράνος,καίει θυμίαμα, παλιάτσοι εγκάθετοι χειροκροτούνε τις παρελάσεις μας. Κι ως καταρρέουν τα ονόματα μας στο αμμοκονίασμα, εμείς γυρεύουμε να ξεδιψάσουμε απ'το άδειο τάσι μας.
Κρυμμένο μήνυμα με άδειο μπουκάλι πια δε θα στείλουμε, νωθρά αρμενίζει έξω απ'τους χάρτες το ερημονήσι μας. Μας διατιμήσαν και μας τελειώσαν πριν ανατείλουμε κι ήρθανε τώρα φτηνοί τουρίστες να δουν τη δύση μας.
Κόκκινο δάκρυ στ'ανθογυάλι η ανεμώνη, στο παραγώνι ένα καυσόξυλο σβηστό, μέσα στο κάντρο η πανσέληνος παλιώνει, στις εκκλησιές ξανασταυρώνουν τον χριστό.
Σορόκος φρέσκος και οι τράτες ξεκινάνε, χρυσή η φουρτούνα των σταχυών πάνω στη γη, τώρα τη νιότη τους στα ξένα ξεπουλάνε όλων των φίλων μου οι κόρες και οι γιοί.
Αποξεχνιέμαι στο νανούρισμα του μπάτη, ίσως μπορέσω απόψε κι αποκοιμηθώ. Εδώ και χρόνια ειν'η πατρίδα μου φευγάτη κι εγώ κοχύλι ξεχασμένο στο βυθό.
Μπρος σε έρμα σπίτια με παντζούρια σφαλιστά χορεύη αργά αγκαλιασμένος με το χάρο ένα ασίκικο ταξίμι που βαστά, όσο από μόνο του να σβήσει ένα τσιγάρο.
Οι φόβοι αλλάζουν κι οι φωνές της αγοράς και συ τσιγγάνα στου γλεντιού το ραβαίσι άσπρο και κόκκινο χαμόγελο φοράς, μα ειν'σκυφτός και δεν τολμά να σε φιλήσει.
Στη στάμνα η μοίρα φέρνει αμίλητο νερό, στους μαχαλάδες ξαναβγαίνουν τα μαχαίρια κι όσο κι αν θες να σ'αγκαλιάσω, δεν μπορώ, γιατί μου λέει η ζωή,ψηλά τα χέρια.
Τώρα,που φεύγω για να πάω στην ξενιτιά, το νυφικό γιατάκι στρώσε να ξαπλώσω κι αν θες μ'απτάλικο σκοπό να μερακλώσω, βάλε την πλάκα την παλιά με τον Μητσιά.
Σύρε ν'ανοίξεις το κλουβάκι του πουλιού, να πεταρίσει γύρω απ'το λειψό φεγγάρι, Τη μέρα τούτη σβήσε απο το καλαντάρι και πρόσφερέ μου ένα γλυκό του κουταλιού.
Κι όταν θα γίνουν στεναγμοί οι αναπνοές και βγούνε έξω κι αλητέψουν μεσ'τη νύχτα, βλάμισσα μοίρα,τα χαρτιά μου ξαναρίχτα, όσο θα ψήνεται στη χόβολη ο καφές.
Στου μαχαλά το κρασοπουλειό, που ήταν στο λιμάνι,κρυφό σχολειό τις πονεμένες μέρες, τώρα φουντώνει κρυφός τεκές που μαχαιρώνει τις Κυριακές και πνίγει τις Δευτέρες.
Ενας εδώ κι άλλος πιο κει σέρνουν μαζί τους μια φυλακή χειμώνες καλοκαίρια. Μ' αντί γι αμπάρες και σιδεριές τους κλείνουν όλες τις διαφυγές τ' αγαπημένα χέρια.
Δέκα νταλκάδες σε μια ματιά, δέκα τσιγάρα σε μια φωτιά, δέκα φωτιές στο γέρμα. Ρώτα και κείνον που μεθά δίπλα στη στάση Γολγοθά, τη στάση πριν το τέρμα.
Γερνάνε οι ίσκιοι,βιάζονται οι φίλοι να κόψουν δρόμο μέσα από τη σιωπή. Και 'γω κοιτάζω το υγρό τριφύλλι και το φεγγάρι π'ανατέλλει απ'το γιαπί.
Λιγνές φιγούρες,που τις κόβουν γρίλιες, χέρια π'ανοίγουν τον αέρα διαπασών, ψάχνουν ν'ακούσουν των σπίνων τρίλιες, μ'ακούν το θρόισμα μεσίστιων σημαιών.
Κάνε με αγέρα να μεγαλώσω τούτη τη νύχτα που φυσάς, να πω στους φίλους που θ'ανταμώσω. Παέξτε,παιδιά μου,γερνάω εγώ για σας.
Ως φύσαε το μελτέμι κι ανέμιζε την πάνα, συλλάβιζες στο κύμα μ'ανάσες δανεικές, νανούρισμα να γίνει νέα κοπέλα μάνα, και να μας αντρειώνει σε ώρες μυστικές.
Φώτιζες τις βραδιές μας σαν φέγγος νέας σελήνης, στο γόνατό σου πάνω τσάκιζες το βοριά, κυρούλα που 'χες μάθει μονάχα να δίνεις και πάντα να ορίζεις ζωή και πυρκαγιά.
Το πρώτο φευγιό σου στερνό σου ταξίδι, και όπως ξεμακραίνει του κόσμου το παρόν, γελάς κεκοιμημένη κι ωραία χωρίς φτιασίδι, μάνα του πικρογέλιου και των πλατιών φτερών.
(Ενα παλιό συριανό έθιμο,που τα καράβια,όταν έφταναν στον κάβο χαιρετούσαν τον Αγιο Δημήτρη σφυρίζοντας τρεις φορές και κάποια γριά του ναού τα χαιρετούσε χτυπώντας παρατεταμένα την καμπάνα).
Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΑΙ ΔΗΜΗΤΡΗ
Με τον πουνέντε,το Νοτιά,την Τραμουντάνα, το συννεφόκαμα,τ'Απρίλη τις βροχές του Αι Δημήτρη μια κυρούλα την καμπάνα χτυπά στα πλοία,που σφυρίζουν τρείς φορές.
Τους άσπρους γλάρους χαιρετά,όταν της γνέφουν, και τα κρινάκια,που στο βράχο πάνω ανθούν. Χτυπά χαρμόσυνα σε κείνους,που επιστρέφουν, λυπητερά σ'αυτούς,που δε θα ξαναρθούν.
Τώρα κοιμάται στ'ακρωτήρι του άγιου η μάνα, μα όταν στο πέλαγο καράβι άσπρο φανεί, το ίδιο τρανά το χαιρετίζει η καμπάνα, σαν παίρνει ο αγέρας πέρα δώθε το σχοινί.
Τρέχουν οι ξένοι στις γραμμές λεωφορείων, να δουν τ'αρχαία και το άστυ το κλεινό, μα ένας σταλιάζει στην πλατεία Εξαρχείων κάτω απ'την τρύπια τη σκιά ενός πανό.
Και συ Ελένη,συ Αλίκη,συ Μαρία με τη ζωή καρφιτσωμένη επί σκηνής θα παίζεις γκόλφω στων χωριών τα καφενεία και στην Επίδαυρο Ειρήνη κι Αχαρνείς.
Ανεργος πίνω στου Περαία το πατάρι τούτη την ώρα που,ό,τι αγάπησα, μισώ. Κι ένας μεσίτης μου ζητά,να με μπαρκάρει, το σταυρουδάκι που φοράω το χρυσό.
Κι ας είν'στριγκλιά,απολογία,σήμα κινδύνου αυτό που παίζει το γδαρμένο ακορντεόν, εσύ να λες (θενκιού) και παίρνε ό,τι σου δίνουν, εδώ είναι Πλάκα,αιώνιο στέκι των θεών.
Πάει ο καιρός που γύριζες σκόρπιος πραματευτής κι αρμένιζες και κύκλωνες τις μοναξιές της γης.
Τότ' η λιγνή καρένα σου κεντούσε το νερό και το κατάρτι χάιδευε του γλάρου το φτερό.
Καράβι απ' άγραφτο χαρτί, ξεθωριασμένο στη νοτιά, σκαρί που σ'είχαν μοιραστεί το κύμα και η ξενιτιά.
Τώρα βουλιάζει η άγκυρα στη λάσπη από το χτες, τώρα τη γης μοιράζονται ξένοι πραματευτές. Σιγοσφυρίζεις τις βραδιές σκοπό θαλασσινό τώρα,που σε κρεμάσανε σε τοίχο φωτεινό.
Μες'στην κορνίζα δεν ακούς τις συγχορδίες των καιρών. Έχεις ξεχάσει τους φανούς και τη βουή των λιμανιών.
Ροδίζεις ρόδον της αυγής, μα τ' άρωμά σου είν'αλλού. Στον άσπρο φλόκο νέας φυγής, στ' αραξοβόλι νέου γιαλού.
Σε άπαιχτα ταξίμια,σαλκάντζες και στροφές και σε ίδιες καληνύχτες κλειδώνονται οι βραδιές. Μεσ'στους πιστούς καθρέφτες φυραίνει η ζωή, γιαβάσικο τσιγάρο,που 'χει μισοκαεί.
Σκορπίζουν σε σοκάκια και στράτες σταυρωτές στα τέσσερα οι ζωές μας σαν χρόνου εποχές. Χάνονται εδώ φιλίες,αγάπες και δεσμοί, εδώ μαδάν εικόνες και σβήνουν γυρισμοί.
Ψηλό στα πανηγύρια ανάστημα φορά ένα νιο χελιδονάκι με γέρικα φτερά. Και η δίκλωνη γοργόνα με τ' άστρο του βοριά στο μπράτσο κεντημένη,πλάι στη μαχαιριά.
Βενέτικο καντήλι,φανάρι της γραμμής τ'ολόγιομο φεγγάρι,απ'όπου κι αν το δεις.
Τάκης Κυριτσόπουλος
δίκλωνη γοργόνα=η γοργόνα με ένα σώμα και δύο ουρές. σαλκάτζα=η παράταση της φωνής στο τραγούδι. γιαβάσικο=ελαφρύ.
Απόψε δε μιλώ για σένα κύμα, που νικημένο απ'την άπνοια αργοσβήνεις, προτού περήφανο ξεσπάσεις σε άγρια ακτή.
Δακρύζω όμως που ξεχνιέται ένα ποίημα, την ώρα της ζωής και της ευθύνης, λίγο πριν γίνει ένας ψίθυρος στ'αυτί.
Μου 'γραφες ανορθόγραφα με αιθάλη καλωσορίσματα στη λίθινη μαρκίζα, Σειρήνα,πριν στα είκοσί σου μπείς. Μα το λιμάνι ήρθε ολοκαίνουργιο στο κιάλι, όταν εμένα οι μηχανές μου αναποδίζαν κι όταν στο πρόσωπο με ράπιζε ο Γαρμπής.
Όταν θ'αρχίσει η τρίτη πράξη, θα είσαι απούσα, αλλοτινή κεντήστρα επιταφίων, φωνούλα αδιάφορη της κοσμοσυρροής. Και τώρα ο Μάης με γαλιφιές κι ανέμου λούσα καταλαγιάζει τις φωνές των θεωρίων της μισής παράστασης,που πρόλαβες να δείς.
Βγήκε στη γειτονιά μου ένα φεγγάρι, ένα φεγγάρι που φωτάει, μα δεν ζεσταίνει, ένα φεγγάρι ίδιο με τόπι από πανί. Εγώ όμως ψάχνω να 'βρω έν'αγκωνάρι, για ν'ακουμπήσουν της ζωής οι αποκλεισμένοι και όλοι εκείνοι,που δεν έχουνε φωνή
Δεν είμ'εγώ που πούλαγαν στη γυάλινη βιτρίνα μια δύση,που πορφύρωνε την κόψη του σουγιά. Δε μου'μαθαν να κελαηδώ μ'αετούς και μαντολίνα τα λασπωμένα απόβραδα στου φράχτη τη βραγιά.
Είμαι εκείνος που έφυγε και'κείνος που επιστρέφει, χρόνια δεμένος σ'άλπουρο που πέταγε κλαδιά, ώσπου το δάκρυ μου έγινε μια χάντρα από σεντέφι, να σε προσέχει στ'άδικο και στην τρικλοποδιά.
Δεν είμάυτός που φύσαγε σαν Αύγουστου μελτέμι και το μαντήλι ανέμιζε στην κόμη σου λυτό. Ούτε και'κείνος που ένοιωθε το χέρι σου να τρέμει στον εφιάλτη,στο όνειρο,στο παραμιλητό.
Μον'είμαι αυτός που αστόχησε και εκείνος που επιμένει, κέρμα κρυμμένο για καιρούς σε χούφτες επαιτών, που έφυγε λίγο πιο νωρίς τη γης να σου ζεσταίνει, τη γης που την περπάτησες βήμα σημειωτόν.
Μαριάν μπονίτα, σύννεφο γελαστό σε σημαίας ιστό ανέμιζες μια νύχτα.
Μαριάν μπονίτα, του πελάγου παιδιά σε είδαν στην αμμουδιά να μαδάς μαργαρίτα.
Συ ξεπλανεύτρα γελαστών παλληκαριών πάνω στο απαύγασμα της νιότης σου της πρώτης, κι εγώ ο λυράρης των γεμάτων φεγγαριών μα ανάξιος εραστής και Δον Κιχώτης.
Στα μισά του κρύου άλλαζες στα κλεφτά με νήματα χρωματιστά δαχτυλίδη Μαρτίου.
Μαριάν μπονίτα, αστεράκι σβηστό σε αράχνης ιστό πιάστηκες μια νύχτα.
Βούλιαζε η ανεμώνη μεσ'τον άγριο χιονιά και ο καπνός κει που ξαστόχαγε η σφαίρα και συ,που μόλις είχες μπει στα δεκαεννιά, όταν του κόσμου οι γιατροί σ'επανέφεραν.
Βγάζει σεργιάνι την παλιά μας γειτονιά τούτη του Αυγούστου η βραδιά που ξεσπιτώνει. Μα στο καρνάγιο πλάι σε καδένες και σε βσχοινιά στόμα με στόμα φέρνει γύρα το αφιόνι.
Αιώνες δύο στου Αη Νικόλα το στενό τα περασμένα και τα μελλούμενα θυμάσαι σαν τραγουδάς, Μην το ρωτάς στον ουρανό' Το γελεκάκι ,και το Αι γενεαί αι πάσαι.
Κι ως τριποδίζει στο πλακόστρωτο ο ντορής, στο φωτισμένο από τις φάσεις της σελήνης, με το κραγιόν σου παραμύθια μου ιστορείς κι ύστερα φεύγεις κι ακυβέρνητο μ'αφήνεις.
Οι βλεφαρίδες σου λυγίζαν στον καιρό, στο άδετο βλέμμα σου οι ματιές πυγολαμπίδες. Κόκκινη η δύση απο ερυθρές φωτοβολίδες κι άγριο το αύριο μεσ'την τράπουλα ταρό.
Στον άσπρο τοίχο,όταν σε φέραν συνοδεία, δεν ήσουν συ,ήταν ο άλλος σου εαυτός. Θυμάρι μύριζε και μέλι ο Υμμητός, όταν αντήχησε η πρώτη ομοβροντία.
Κι έφυγαν κι έφυγες και τώρα δείχνουν όλα αθώα, όμως για μένα σε Αγιο Βήμα θα'σαι σκαλί, η κάθε επόμενή μου θά'σαι αναστολή κι ένα κλωνάρι αγγελικής μεσ'στα ηρώα.
Οταν με τα πεζόβολα με ψάρευαν οι θύτες κι έψαχνα έν'απάνεμο λιμάνι να δεθώ, ποτέ δεν ήρθες να με δεις στις νύχτες και στις ήττες, σπουργίτι ήσουν και κούρνιαζες στης πέτρας το βυθό.
Δε φταίει βροχούλας ξέσπασμα,δε φταίει βροχής αγιάζι που τρέμει μεσ'το σύθαμπο τ'αχείλι το κλειστό. Μον'φταίει αυτό που με νικά,κείνο που με τρομάζει, απάνω που σκαρφάλωσα,μην ξαναγκρεμιστώ.
Τρέξε,κυρά Βασιλική,πότισε τη μπιγκόνια, δώσε στα γειτονόπουλα το χάδι το ζεστό. Κι αν είναι νάρθουν δίσεχτα,βλογιοκομμένα χρόνια, στο κούτσουρο π'ανάψαμε,θα ξαναζεσταθώ.
Χρόνια,που σου περίσσεψαν,μη μου γυρίζεις πίσω. Από πηλό κι απόβροχο δε θέλω μερτικό. Θέλω μονάχα μια φορά ζωή να σε νικήσω, μ'αν σε νικήσω μια φορά,πάντα θα σε νικώ.
Μας πλησιάζει η πατρίδα μας, που χρόνια την ονειρευόμαστε κάτω από αραιές,φθινοπωρινές ψιχάλες. Απλετα μας φωτίζει το φεγγάρι της επιστροφής μαζί με τις φωτιές στ'αραξοβόλι, που ποτέ μας δεν ανάψαμε. ΕΙ ωπ,Ει ωπ,τρείς κουπιές ακόμα ταξείδι.
Εκεί οι ήχοι κοιμούνται στις ίδιες παρτιτούρες. Εκεί τα βάθρα ανυπομονούνε να σηκώσουνε καινούργιους ανδριάντες. Εκεί η επαρχία,η φθορά η εκμηδένιση. Εκεί το πρώτο φιλί ξεχασμένο στο φλιτζάνι. Εκεί των χαμοθεών τα στέκια. Εκεί η Ιστορία πίσω από κάθε φράχτη. Εκεί και η μάντρα των εκτελέσεων. Ει ωπ,Ει ώπ,πέντε κουπιές ακόμα ταξείδι.
Θα ανταμώνουμε τα βράδια στους ερειπιώνες οταν θα κρεμάει το μελτέμι. Θα ανταλλάζουμε τις ενοχές και τις σιωπές μας όταν θ'αδειάζει το φεγγάρι. Θα χαράζουμε τις ανηφόρες και τις κατηφόρες μας, τα σήμερα μας και τα αύριο, φυσώντας τον ήλιο πέρα απ'τους θανάτους. Φυσώντας τον ήλιο πάλι και πάλι, μέχρι να ζήσουμε σύμφωνα με τα όνειρά μας. Ει ωπ,Ει ώπ,δέκα κουπιές ακόμα ταξείδι.
Στην πλατεία Δημαρχίας κάθε βράδυ απ'τις εφτά σούρτα-φέρτα,ραβασάκια και κοιτάγματα κλεφτά. Μεσ'στο Πάνθεο και στη Λέσχη παίζανε χαρτιά οι τρανοί, στα παγκάκια τουρτουρίζαν όλοι οι παρακατιανοί.
Καφενεία στις καμάρες είχαμε κατά σειρά, του Τορνάρη,του Συννέφη,του Γιαννίρη,του Γαρά. Κάτω απ'το Οτέλ Γαλλία μέσα στο καφέ Τζαννή, εσερβίριζε η Βαρβάρα με ποδιά μελιτζανί.
Στην πλατεία των Φοινίκων,του Μιαούλη,του Ερμή άντρες στόλιζαν το πέτο με γοντζέ και γιασεμί. Πασαβιόλες και ζουρνάδες παίζαν έξω απ'του Πασσά, που προσέφερε ρετσέλια και σερμπέτια και κρασιά.
Εβουλιάζαν τα τακούνια στων μαρμάρων τα κενά, στο σεργιάνι από του Μαύρου ως την Αγγελάκαινα. Κι η δημοτική η μπάντα έπαιζε στη διαπασών του συρμού γνωστά τραγούδια στην εξέδρα των Μουσών.
Προίκα μου,Ερμούπολη,που λάμπεις στο σκοτάδι, που κάνει η ανάσα σου το πέλαγο ζεστό, στα σκαλοπάτια σου κουρνιάζω κάθε βράδυ και τραγουδώ ψιθυριστά για ν'ακουστώ.
Στα μανουάλια εν'αργοτρέμουλο κεριών, ξόμπλια και φύκια στα μαλλιά της παραλίας και λιτανείες γελαστών περιστεριών καθημερινά στις άσπρες πλάκες μιας πλατείας.
Στην πόλη των κρυφών θεών και των μαρμάρων, στις γειτονιές των παιδικών μου των λυγμών, αργοφωτίζονται στο γύρισμα των φάρων τα μυστικά κι οι μπουκαβίλιες των στενών.
Κι ως θα βουλιάζει ένα θαμπό δειλινό, στο αεράκι του Μεγάρου η σημαία, μπρος θα σταθώ σ'όποιο μ'απόμεινε κοινό και.χειροκρότημα,υπόκλιση,αυλαία.
Βολτίτσες στο ψιλόβροχο κι ατάκες, φλερτάκια στα στενά της αγοράς, ρεκλάμες καθρεφτίζονται στις πλάκες, ναύτες τρυπώνουν μεσ'στα σπίτια της χαράς.
Δένει η ψιχάλα με το ντέφι και το ούτι, με το γρανίτη του αλόγου η πεταλιά, στις χαμοκέλλες ξαναστρώσανε μπαρμπούτι, στο καλντερίμι αλυχτάνε δυό σκυλιά.
Ξεβράζει τσόφλια και σκουπίδια η σοροκάδα, σερβίρει ένα γκαρσόν γιαβάς-γιαβάς. Πώς πάει στον κρύο τον καιρό η φασολάδα, πώς πάει κι η ρέγκα,το κρμμύδι κι ο χαλβάς.
Λιάζει ο Μπούμπας το χταπόδι μεσ'στις σήτες, σκαμπανεβάζει μια ταινία στο πανί, πήραν τις στράτες του ντουνιά οι ψωμοζήτες, τρίζει στη δέστρα άδειας μαούνας το σχοινί.
Στραγάλι,ούζο και ρακή στα καφενεία, ντολμά-γιαπράκι μετά οίνου σπιτικού. Στον Μπακαλάρο απόψε έχει έγχρωμη ταινία και καραγκιόζη πλάι στου περατικού.
Σβήνει η ζωή τα βερεσέδια με σφουγγάρι κι ένα γλαρόνι χαμηλώνει για να δει πώς ασημώνει το αμούστακο φεγγάρι στο έρημο λιμάνι ένα δεκάχρονο παιδί.
Γυμνοί φωτίζουν γλόμποι τις ταβέρνες, στους ψαροπάγκους ξεπηδά ροχαλητό, Χωροφυλάκων ανεμίζουνε οι χλαίνες, ενώ αγκαλιά χορεύουν άσμα λαικό.
Δυνάμωσ'η βροχή κι η ανεμοδούρα, το ράδιο δίνει απαγορευτικό. Δε θα σαλπάρει το καίκι για τα Γιούρα , πριμάτσες έδεσε μπροστά στο ηλεκτρικό
Οταν σκαρφάλωναν στα ξάρτια να μπαλώσουν γέρικα άρμενα,ξεσκλίδια του βοριά, γαλάζια ρεύματα ξεβράζαν στη στεριά τα όνειρά τους,που δε λέγαν να ψηλώσουν.
Του λέει τα βράδια των ανέμων το σεξτέτο άδικα ψάχνεις τον κρυμμένο θησαυρό από την Αρκτο ως το Νότιο Σταυρό. Μόνο σου όφελος,που γλίτωσες κι εφέτο.
Κι ως το ποδόσταμο χτυπάει το τιμονάκι κι οι πόροι μπάζουν του πελάγου την οσμή, της μοναξιάς σε βασανίζουν πειρασμοί και της ζωής η ουτοπία και η φενάκη.
Αρμύρα στάζουν τα πουλιά στο πέταγμά τους, μάνες ανάβουνε λιβάνι στο σπερνό. Κι αυτοί σαλπάρουν το ταξείδι το στερνό, για να 'βρουν άδοξους κι αναίτιους θανάτους.
Τώρα,στεγνώνουν στα σχοινιά μαύρα μαντίλια, μα εγώ στη δύση μου γυρεύω νέα αρχή. Σου στέλνω ελπίδα σε διάφανη γραφή κι ένα φιλί,που ταξιδεύει χίλια μίλια.
Σύρα της φραγκοκκλησιάς, του ρηχού του πηγαδιού. Σύρα της ξερολιθιάς, Σύρα του άγριου θυμαριού.
Αχ,πατρίδα μου πικρή στου βοριά το χαλασμό, αχ,πατρίδα μου μικρή σταυρουδάκι στο λαιμό, που όταν η αυγή κυλά στου Αιγαίου τα νερά, ο ένας σου ήλιος μου γελά κι ο άλλος κλαίει γοερά.
Κι ως μαζεύει η διαδρομή, ξαναγίνεται χρησμός πίσω από το γιασεμί του ανέμου σου ο λυγμός.
Σύρα των λιτών βουνών, του πελάγου,της σιωπής, Σύρα των εσπερινών, σταυροδρόμι της ζωής.
Αχ,πατρίδα που γελάς με την πρώτη του Μαγιού, αχ,πατρίδα που πονάς στη φυγή κάθε παιδιού.
Κι ως γυρίζουν τα πουλιά και ανθούνε οι εποχές, ξαναγίνονται καλά της ψυχής σου οι αμυχές.
Είδα ξαφνικά την πατρίδα μου τυλιγμένη σε μεσαίωνες. Και την πόλη μου είδα γεμάτη να'ναι μικρές ξενητειές.
Τη μορφή μου πρόσεξα μοιρασμένη σε πολλούς καθρέφτες. Και βάρβαρα φύλα αντίκρισα να με ζυγώνουν με άλλου είδους περπατησιά, για να κλέψουνε τους πνιγμούς μου μαζί με όλα της ζωής μου τα ωσαννά και τα φτυσίματα.
Και τώρα,αφουγκράζομαι τη βουή των νευμάτων έτσι,όπως από μέσα μου ξεπηδάει ένα είδος άνοιξης. Έτσι,όπως ακουμπώ το δάχτυλο στη σκανδάλη του μυαλού μου την ώρα,που βαστώ το σταυρό παρά πόδα..
Ασε με τώρα,γιέ μου,να μυρίσω Τα αγιοδημητριάτικα,που ανθούνε μέσα σου. Σκύψε λίγο ν'ατενίσω τους δρόμους, όπως γερνάνε μέσα στη νύχτα. Στερνή φορά άσε με να αφεθώ στο μελτεμάκι,που θα με σεργιανίσει στων στιγμών μου το χθές.
Σώπα ν'αφουγκραστώ τις νυκτωδίες των παλμών και να ξανασύρω το μπάλο του Ησαία μου. Χαμήλωσε λιγάκ,το αστρί μου, όσο στο τζάκι η φλόγα βγάζει γωνίες, τούτη την ορθάνοιχτη ώρα.
Γιατί, μάνα,έχεις τόσο ζεστό χαμόγελο΄, Για να σκιάζονται οι οχτροί τη συγνώμη μου. Γιατί,κυρά μου,το κοίταγμά σου έγινε τόσο καθάρι, Για να θωρώ το λυκόφως που προσκυνούσαμε. Γιατί,ψυχούλα μου,ανοίγεις τόσο την αγκαλιά σου,. Για να θωπεύω τις ενοχές και να σηκώσω φεύγοντας τη γλάστρα με την υπομονή. Τη γλάστρα που ποτίζαμε τα Σαββατόβραδα με τον κλαυθμό μας.
Πέφτεις και μένει πληγή στο χορτάρι, πέφτεις κι αφήνεις σημάδια στο χρόνο, ψηλά σε ξενυχτάει ένα έφηβο φεγγάρι, κλείσε τα μάτια και εγώ χαμηλώνω.
Το αίμα σου σκοντάφτει στο αίμα απ'τη δύση, φωνές ανηφορίζουν,ιαχές προσπερνούν και χέρια πονεμένα,που μόλις έχεις λύσει, ψηλώνουν μέχρι τ'άστρα και τα βάγια ξεκρεμούν.
Καλό σου ταξίδι,φωνή της ερήμου, πίσω την τροχιά σου δε σβήνει η βροχή. Αντίο με φύλλα σου γνέφει η κραυγή μου, είχες μεγαλώσει,δε σε χώραγε' η ζωή.
Τα μαύρα τα μαλλάκια σου τα χτένιζες μοιραία, διάβαινες και γινόσουνα η αύρα καθενός, στις παρελάσεις σήκωνες γελώντας τη σημαία και γέμιζαν με νούφαρα καρδιές και ουρανός.
Και ύστερα σκορπίστηκε σε χάντρες η ζωή σου, για στέγη σου αναζήτησες διάτρητο ουρανό. Εξαρτημένοι ερήμην σου σκύλευαν το κορμί σου, ως ο φεγγίτης έμπαζε το σάπιο δειλινό.
Συνέβη απομεσήμερο σε τρώγλη στα Πατήσια, γερμένη τ'ανακούρκουδα βαστιόσουν σε σκαλί. Είχες χτυπήση ένεσης δόση παραπανήσια κι είχες χαμόγελο παιδιού,που θύμιζε φιλί.
Ο ίσκιος του κυπαρισσιού σαρώνει το μνημείο, μέρα τη μέρα γίνεται η μνήμη λησμονιά, η θύμησή σου γίνεται ένα με το τοπίο, Αγγέλα,γράφει η πλάκα σου,χρονώ δεκαεννιά.
Με ευχή γονιού και μ'ένα δίσκο Καζαντζίδη κινά η Ροδούλα με τ'αδέρφια της τα άλλα, της ξενιτειάς της το ατέρμονο ταξίδι, που πότε όνειρο η ζωή,πότε κρεμάλα.
Κούκλα νεκρή σ'όλο το είναι της βαμμένη, στης Ολλανδίας ξεπουλιέται τις βιτρίνες, την αθωότητα θυμάται τη χαμένη και στο μυαλό ανακυκλώνει λάθος μνήμες.
Χάνεται η δούλεψη στο ρήγα και στα ζάρια στις μπαρμπουτιέρες του Αμβούργου και στις λέσχες και σ'αποθήκες και παράνομα πατάρια, που πασαπόρτια δε ζητούν και πόθεν έσχες.
Πράσινοι οι τοίχοι του κελιού του απο τα βρύα, στο τζάμι πάνω η σελήνη αντιφεγγίζει. Χρόνια μπρος-πίσω κάνει βήματα δυό -τρία σαν το ψωμάκι μεσ'το πιάτο π'αρμενίζει.
Σε εσοχή τα κρύα πόδια του ζεσταίνει με την ανάσα η σκυλίτσα του η Εύα, όπως με σύριγγα απ'το δρόμο μαζεμένη, μεσ'το ψιλόβροχο πασχίζει νά'βρει φλέβα.
Μικρά παιδιά ο δάσκαλος μας τιμωρούσε με μια βεργούλα μπας και γίνουμε ανθρώποι. Πάντα βραβεύονταν όποιος μας μαρτυρούσε, όμως αυτό εμείς το μάθαμε κατόπι.
Πουλούσαν όνειρα φτηνά στην αγορά και μια φριχτή ξαναγραμμένη ιστορία κι άλλοι πετούσανε με άλλων τα φτερά μα εμείς κατάστρωμα,ουρά και γαλαρία.
Μετά σε κάθισαν στο ξύλινο σκαμνί τους να ξεδιαλύνουν,λέει,την αλήθεια από το ψέμα και κει,που σε αθώωνε η φωνή τους, εκεί ερχόταν και σε δίκαζε το βλέμμα.
Στη μάντρα σ'έστηναν το επόμενο πρωί παιδιά σχολειού,νοικοκυραίοι και θεούσες. Και συ,που του'λεγες προχώρα στη ζωή, όταν δεν κοίταζαν και συ πετροβολούσες.
H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να περιμένουμε...
ΑπάντησηΔιαγραφήδύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή. Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και .........μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά.. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένα από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες.
Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαιδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Κανείς δενμπορούσε να μάς βρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάγαμε τα κόκκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους» Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα.. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε.Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι. Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους.. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα... μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα. Χάσαμε χιλιάδες μπάλλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Κυνηγούσαμε
> σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν.> Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε; Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση.
Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να
περάσουν όλοι.. Τι φρίκη!
Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντιηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ.
Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα για να τους βάλουμε χέρι, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room και γράφοντας ; ) : D : P>
Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε.
> Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»... συγχαρητήρια! Είχεςτην τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί.
Διάβασα πολλές φορές το καταπληκτικό σχόλιο σου και θυμήθηκα εκείνα τα φτωχά, αλλά όμορφα χρόνια, είχα την τύχη να επιβιώσω και να μεγαλώσω και εγώ σαν παιδί.Μπράβο φίλε συνχαρητήρια.
ΑπάντησηΔιαγραφήπράγματι με ταξίδεψες φίλε μου κάπου εκεί στό ταλιρο.
ΑπάντησηΔιαγραφήτάλιρο
ΑπάντησηΔιαγραφήΉ καταγωγή μου είναι από την Σύρο.
Ο Όμηρος την αποκαλούσε Συρίη .
Ενα στρογγυλό βραχάκι σέ μία θάλασσα της λέγεται Τάλιρο
Μία σταλίτσα τάλιρο καί εμείς πιτσιρικάδες .
έτσι περνούσε ή ζωή κι΄είμαστε βασιλιάδες
Ξάφνου μεγαλώσαμε καί χάσαμε τά κάστρα καί τούς θρόνους .
σέ μιά μπουκιά ψωμί τά αλείψαμε μέ δάκρυα μαζί καί πόνους.
Τώρα κοιτώ τό κάστρο μας έγώ καί ή παρέα .
κάποια μικρά πού παίζουνε χρήζουνε βασιλέα .
Μές στής ζωής τό γκρίζο γελάσαμε .
χρώματα άπό τό παρελθόν χρωμάτισαν τήν στιγμή .
Τά χρώματα πού είχαμε παλιά , πού κλέψανε καί χάσαμε .
Α. "Οι πολιτικοί, ασχέτως κόμματος, δε θεωρούν τον εαυτό τους ένα κομμάτι της Ελλάδας, γιατί θεωρούν την Ελλάδα ένα κομμάτι του εαυτού τους!
ΑπάντησηΔιαγραφήΒ. Δεν ήρθαν οι εταίροι μας για να μας ελέγξουν. Για να ξεσηκώσουν το σχέδιο ήρθαν. Όλοι θέλουν να κλέψουν, αλλά δεν ξέρουν τον τρόπο!
Γ, Έτσι και συνεχίσει για...κανένα χρόνο ακόμα τη βιόλα της λιτότητας και της άγριας φορολόγησης ο Γ.Α.Π., βλέπω να ληστεύουμε τους Αλβανούς.
Δ. Η μόνη φορά που πάμε μπροστά στην Ελλάδα είναι όταν βάζουμε τα ρολόγια μας μια ώρα μπροστά!
Ε, Οι μόνοι που έχουνε μετρητό σήμερα, είναι οι ζητιάνοι
ΣΤ. Από εγκληματικότητα, αφήστε το καλύτερα. Παλιά φωνάζαμε, «αστυνομία Βοήθεια», τώρα φωνάζουμε, «βοήθεια η αστυνομία!»
Ζ. Αν νομίζεις ότι όλοι σε έχουν ξεχάσει, άφησε για δύο μήνες απλήρωτη την πιστωτική σου κάρτα.
Η. Οι ηλίθιοι πολιτικοί και οι βλάκες ψηφοφόροι είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον..
Θ. Στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις είναι σαν τους θανατοποινίτες.
Με το που βγαίνουνε ζητάνε χάρη.
Ι. Η διαφορά μεταξύ ελληνικής οικονομίας και Τιτανικού: Στον Τιτανικό είχε και ορχήστρα
ΙΑ. Παπακωνσταντίνου: Εξυπνότερος του Αϊνστάιν. Tον Αϊνστάιν βρεθήκανε και δέκα άνθρωποι που τον καταλάβανε, αυτόν δεν τον κατάλαβε ακόμα κανείς!
ΙΒ. Το οργανωμένο έγκλημα έχει διαφορετικά ονόματα από χώρα σε χώρα. Στην Αμερική ονομάζεται ΜAΦΙΑ, στην Ιταλία ΚΑΜΟΡΑ και στην Ελλάδα ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ!
ΙΓ. Είμαι ευτυχής που ζω σε μια δημοκρατική χώρα, όπου μπορεί κανείς να κάνει ελεύθερα οτιδήποτε θελήσει το ΔΝΤ !"
M. PAGONIS
ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι αδέσποτες ματιές σε προσπερνούσαν
των κοριτσιών, που'χανε ζώσει το βαγόνι.
Εφευγες και μαντήλια δεν κουνούσαν,
στις ράγες φτυάριζαν τον ήλιο και το χιόνι.
Θα φύγω, άντε γειά,
Χωρίς επιστροφή,
είπες, κι έφερες μια
ζειμπέκικου στροφή.
Της γυάλας το νερό δε στο αλλάξαν,
θαμπά έβλεπες το πλήθος να περνάει,
χαμόγελα νεανικά σου τάξαν,
να'χεις εδώ,που ως και ο μορφασμός γερνάει.
Κεντάει ο ουρανός
μ'αυγές και δειλινά
τη στράτα καθενός
που πάει στο πουθενά.
Φεγγάρια και παγώνια μες'στην πάντα,
σαράγια και ουρί του παραδείσου.
Μα όταν παράδινες το πνεύμ σου για πάντα,
δυό άδεις σύριγγες καρφώναν το κορμί σου
ΤΑΚΗΣ ΚΥΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
Αγαπητέ φίλε απόμαχε ο Τακης Κυριτσόπουλος, είναι πάρα πολύ μεγάλος χιουμορίστας, φαίνεται σε όλα τα σκίτσα του, αλλά είναι ακόμη ένας πολύ άριστος ποιητής, το βραδυ θα βάλω και ένα ποίημα του και ένα ακόμη σκίτσο του.ΕΜ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι θα μπορούσε να έχει αλλάξει,
Ίδιες οι γκριμάτσες του ουρανού
στο ραγισμένο φεγγίτη.
'Ιδιο φεγγάρι της στιγμής το λαδοκάντηλο
αχνοφωτίζει το εικονοστάσι των πιατικών
και τις σκιές που επέζησαν.
Ίδια και η μνήμη του σοβά,
να φτάνει μέχρι το γέλιο μας.
Μονάχα το τελείωμα του δειλινού αλλάζει σε άλικο βαθύ,
σαν αίμα αθώου.
Τι θα μπορούσε να έχει μεσολαβήσει,
Κρεμασμένος λοξά στο σαλόνι ο πρόγονος
με το ταλαμπουρίσιο ζωνάρι και τη φέρμελη,
μια παραπεταμένη Ελλάδα.
Στη ράχη της καρέκλας το κομπολογάκι
με τη μεταξένια του φούντα,
που πρασίνιζε την άνοιξη.
Κι από τα πέρατα του ανέμου να ξεπροβάλλει ο χειμώνας
και το βρεγμένο ουρλιαχτό στο ακορντεόν του μετανάστη,
Σ'αγαπώ γιατί είσαι ωραία.
Όλα,λέω,θα παραμείνουνε ίδια
ισαπέχοντας απ'την βροχή και τον ήλιο.
Οι γυναίκες,που θα κλαυθμυρίζουνε με το μέσα μέρος της φωνής
τα καθημερινά τους στα αδιέξοδα σοκάκια.
Τα λιγνά μας όνειρα,που πάνω μας θα στραφούνε κάποτε σαν πετριές στα χέρια των φίλων.
Οι νέοι που θα διαμαρτύρονται στις αυριανές λεωφόρους
με την παλάμη ψηλά να διατοιχίζεται στην αύρα,
ως να ψάχνει να κόψει ένα λουλούδι.
Οι κραταιοί,όπου γής,που θα καθαγιάζουνε την ύβρι,
εξαγνιζόμενοι στις κολάσεις των άλλων.
Όλα,το ορκίζομαι,θα παραμείνουνε ίδια.
Κι ο καθένας τόπος μας πάντοτε,
τον Χριστό του και τον Ιούδα του θα'χει.
Τάκης Κυριτσόπουλος
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕχει τραβήξει της στιγμής φωτογραφία
κάπως θαμπά από τον ιδρώτα της ζέστης,
μια μηχανή, π'έγραφε ασπρόμαυρη ιστορία,
όταν την έστηνε στο τρίποδο ο Ανέστης.
Στο φόντο μέσα κυπαρίσσια,ελιές και βράχοι,
μια μαντζουράνα κι ένας μάης σε μπαλκόνι,
λίγο πιο πίσω,όσοι απομείνανε μονάχοι,
με μια φλογίτσα στη ματιά,που μαχαιρώνει.
Πιο κει γρατσούναγαν ξεκούρδιστη κιθάρα
ο Μάνος,ο Παμείνος κι ο Ηλίας.
Κι όπως τους φώτιζε η κάφτρα απ,τα τσιγάρα
το χτυποκάρδι τους ρεφρέν της νυκτωδίας.
Συ είχες κρεμάσει χαιμαλί μη σε ματιάσουν,
κι ως έσβηνε η βανίλια στο ποτήρι,
το ίδιο ναι ξαναψιθήριζε η ματιά σου,
όταν δειλά πάνω στον ώμο μου είχες γείρει.
Εφερνε κύκλους ο ψαλμός της χορωδίας
γύρω απ'της χάσης τ'Απριλιάτικο φεγγάρι.
Κι είχε αναμμένα όλα τα φώτα της πορείας,
ο Επιτάφιος,που σήκωναν φαντάροι.
Αδεια από κόσμο η μαρμάρινη πλατεία,
στο βάθος πέρα σημαιοστόλιστο το γέρμα.
Τέλος κι αρχή είχε η παλιά φωτογραφία
ένα χαμόγελο παιδιού,ωραίο σαν ψέμα.
Τάκης Κυριτσόπουλος
Ο ΤΟΙΧΟΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο διάβα μας φωτίζει λιανού κεριού αχτίδα
στο αιώνιο ταξίδι ακούσιας διαδρομής.
Και τα όνειρα τυλίγει παλιά εφημερίδα,
που γι αποδράσεις γράφει κι εγκλήματα τιμής.
Στον τοίχο των θαυμάτων μεσίστια ανεμίζει
ωραία μα ξεχασμένη άλικη παρθενιά
κι η στοιχειωμένη κόμη αναριγά κι ασπρίζει
ζουμπούλι το ζουμπούλι,χιονιά με το χιονιά.
Στο τέρμα της λιακάδας καλικάντζαροι γλεντάνε,
άσεμνα λεν τραγούδια στη μέθη της ρακής.
Μα αετόπουλα ραμφίζουν,σύνμεφα ενώ κρατάνε
ψωμί κάτω απ'τη γλώσσα κι ήλιο της Κυριακής.
ΤΆΚΗΣ ΚΥΡΙΤΣΌΠΟΥΛΟς
ΟΤΑΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΘΑ ΜΑΣ ΒΡΟΥΝ
ΑπάντησηΔιαγραφήΟταν τραγούδια θα μας βρούν,
ενώ θ,αλλάζουν οι ζωές,
θα παίρνουν χρώματα οι σκιές,
πάνω μας δρόμοι θα παιρνούν.
Κει,που θα δύει η αναλαμπή,
θάνε,όταν κλαις, σα να γελάς,
Στο παραπόρτι,που φυλάς,
θα σκύβει ο αγέρας για να μπεί.
Μα τώρα,δίκαιη δικαστές
με δέκα αργύρια τη φορά,
μάγισσες στέλνουν στην πυρά
και στους σταυρούς μικρούς ληστές.
Φτηνές ρεκλάμες στους ιστούς
κι ο ουρανός γαλάζιο παλ,
στου γολγοθά το καρτ ποστάλ
άδειοι σταυροί χωρίς χριστούς.
Φεγγάρι άγονης γραμμής,
κόκκινη ρότα μαχαιριάς,
μιας άλλης ράπισμα παρειάς,
που το δεχτήκαμε κι εμείς.
Τάκης Κυριτσόπουλος
Χαρισμένο στη γενιά των 600 ευρώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ
Σε μαυροπίνακες μικροί ακονίζαμε τα τεμπεσίρια μας
και πολιτείες παραμυθένιες στο νου μας χτίζαμε.
Ανθρώπων πόθους κρυφά ενώναμε με τα γεφύρια μας,
παιδιά χορταίναν στους ορυζώνες,που ζωγραφίζαμε.
Σε τρίποδο όπλων, μέσα σε κράνος,καίει θυμίαμα,
παλιάτσοι εγκάθετοι χειροκροτούνε τις παρελάσεις μας.
Κι ως καταρρέουν τα ονόματα μας στο αμμοκονίασμα,
εμείς γυρεύουμε να ξεδιψάσουμε απ'το άδειο τάσι μας.
Κρυμμένο μήνυμα με άδειο μπουκάλι πια δε θα στείλουμε,
νωθρά αρμενίζει έξω απ'τους χάρτες το ερημονήσι μας.
Μας διατιμήσαν και μας τελειώσαν πριν ανατείλουμε
κι ήρθανε τώρα φτηνοί τουρίστες να δουν τη δύση μας.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΦΘΟΡΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΚόκκινο δάκρυ στ'ανθογυάλι η ανεμώνη,
στο παραγώνι ένα καυσόξυλο σβηστό,
μέσα στο κάντρο η πανσέληνος παλιώνει,
στις εκκλησιές ξανασταυρώνουν τον χριστό.
Σορόκος φρέσκος και οι τράτες ξεκινάνε,
χρυσή η φουρτούνα των σταχυών πάνω στη γη,
τώρα τη νιότη τους στα ξένα ξεπουλάνε
όλων των φίλων μου οι κόρες και οι γιοί.
Αποξεχνιέμαι στο νανούρισμα του μπάτη,
ίσως μπορέσω απόψε κι αποκοιμηθώ.
Εδώ και χρόνια ειν'η πατρίδα μου φευγάτη
κι εγώ κοχύλι ξεχασμένο στο βυθό.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΤΑΞΙΜΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπρος σε έρμα σπίτια με παντζούρια σφαλιστά
χορεύη αργά αγκαλιασμένος με το χάρο
ένα ασίκικο ταξίμι που βαστά,
όσο από μόνο του να σβήσει ένα τσιγάρο.
Οι φόβοι αλλάζουν κι οι φωνές της αγοράς
και συ τσιγγάνα στου γλεντιού το ραβαίσι
άσπρο και κόκκινο χαμόγελο φοράς,
μα ειν'σκυφτός και δεν τολμά να σε φιλήσει.
Στη στάμνα η μοίρα φέρνει αμίλητο νερό,
στους μαχαλάδες ξαναβγαίνουν τα μαχαίρια
κι όσο κι αν θες να σ'αγκαλιάσω, δεν μπορώ,
γιατί μου λέει η ζωή,ψηλά τα χέρια.
Τάκης Κυριτσόπουλος.
ΦΕΥΓΙΟ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα,που φεύγω για να πάω στην ξενιτιά,
το νυφικό γιατάκι στρώσε να ξαπλώσω
κι αν θες μ'απτάλικο σκοπό να μερακλώσω,
βάλε την πλάκα την παλιά με τον Μητσιά.
Σύρε ν'ανοίξεις το κλουβάκι του πουλιού,
να πεταρίσει γύρω απ'το λειψό φεγγάρι,
Τη μέρα τούτη σβήσε απο το καλαντάρι
και πρόσφερέ μου ένα γλυκό του κουταλιού.
Κι όταν θα γίνουν στεναγμοί οι αναπνοές
και βγούνε έξω κι αλητέψουν μεσ'τη νύχτα,
βλάμισσα μοίρα,τα χαρτιά μου ξαναρίχτα,
όσο θα ψήνεται στη χόβολη ο καφές.
Τάκης Κυριτσόπουλος
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΤΑΣΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτου μαχαλά το κρασοπουλειό,
που ήταν στο λιμάνι,κρυφό σχολειό
τις πονεμένες μέρες,
τώρα φουντώνει κρυφός τεκές
που μαχαιρώνει τις Κυριακές
και πνίγει τις Δευτέρες.
Ενας εδώ κι άλλος πιο κει
σέρνουν μαζί τους μια φυλακή
χειμώνες καλοκαίρια.
Μ' αντί γι αμπάρες και σιδεριές
τους κλείνουν όλες τις διαφυγές
τ' αγαπημένα χέρια.
Δέκα νταλκάδες σε μια ματιά,
δέκα τσιγάρα σε μια φωτιά,
δέκα φωτιές στο γέρμα.
Ρώτα και κείνον που μεθά
δίπλα στη στάση Γολγοθά,
τη στάση πριν το τέρμα.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΟΔΟΣ ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια φευγαλέα πνοή αέρα κρύου,
όπως διαβάζεις γράμμα γονιού,
στην πίσω κάμαρη ξενοδοχείου,
στο περιθώριο του λιμανιού.
Μισή μποτίλια φτηνού ουίσκι,
μισή σακούλα φτηνού καπνού
κι ώρες να δέρνουνε το νου σου οι δίσκοι
του καταγώγιου του διπλανού.
Κι έρχετ'η νύχτα και σου πουλάει
κορμιά ανώνυμα των σκοταδιών,
ώσπου η ζωή σου κατρακυλάει
στον άδειο κάδο των σκουπιδιών.
Στο έρημο λιμάνι πουλάν ελπίδα,
λένε πως φεύγει πλοίο γραμμής,
όμως του ήλιου η πρώτη αχτίδα
σ'εξαγοράζει μισοτιμής.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΟΙ ΙΣΚΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓερνάνε οι ίσκιοι,βιάζονται οι φίλοι
να κόψουν δρόμο μέσα από τη σιωπή.
Και 'γω κοιτάζω το υγρό τριφύλλι
και το φεγγάρι π'ανατέλλει απ'το γιαπί.
Λιγνές φιγούρες,που τις κόβουν γρίλιες,
χέρια π'ανοίγουν τον αέρα διαπασών,
ψάχνουν ν'ακούσουν των σπίνων τρίλιες,
μ'ακούν το θρόισμα μεσίστιων σημαιών.
Κάνε με αγέρα να μεγαλώσω
τούτη τη νύχτα που φυσάς,
να πω στους φίλους που θ'ανταμώσω.
Παέξτε,παιδιά μου,γερνάω εγώ για σας.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑφιερωμένο σε όλες τις μάνες
Ως φύσαε το μελτέμι κι ανέμιζε την πάνα,
συλλάβιζες στο κύμα μ'ανάσες δανεικές,
νανούρισμα να γίνει νέα κοπέλα μάνα,
και να μας αντρειώνει σε ώρες μυστικές.
Φώτιζες τις βραδιές μας σαν φέγγος νέας σελήνης,
στο γόνατό σου πάνω τσάκιζες το βοριά,
κυρούλα που 'χες μάθει μονάχα να δίνεις
και πάντα να ορίζεις ζωή και πυρκαγιά.
Το πρώτο φευγιό σου στερνό σου ταξίδι,
και όπως ξεμακραίνει του κόσμου το παρόν,
γελάς κεκοιμημένη κι ωραία χωρίς φτιασίδι,
μάνα του πικρογέλιου και των πλατιών φτερών.
Τάκης Κυριτσόπουλος
Η ΓΑΛΑΡΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην ετοιμόρροπη γαλαρία,
υγρός ο τόπος,που να σταθείς.
Δεν λάμπουν άστρα μεσ'στα ορυχεία,
μήτε φεγγάρι να ζεσταθείς.
Φωνές ανθρώπων,που σε παιδεύουν
και εικασίες,που σε γερνούν.
Δικοί και ξένοι σε κοροιδεύουν,
πίνουν το αίμα σου και μεθούν.
Φεύγουν τα χρόνια,χάνονται οι μέρες,
τα όνειρά σου σε ξεπερνούν.
Μα στέκουν όρθιες τρανές παντιέρες
και διπλωμένες,που θα ανοιχτούν.
Τάκης Κυριτσόπουλος
(Ενα παλιό συριανό έθιμο,που τα καράβια,όταν έφταναν στον κάβο χαιρετούσαν τον Αγιο Δημήτρη σφυρίζοντας τρεις φορές και κάποια γριά του ναού τα χαιρετούσε χτυπώντας παρατεταμένα την καμπάνα).
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΑΙ ΔΗΜΗΤΡΗ
Με τον πουνέντε,το Νοτιά,την Τραμουντάνα,
το συννεφόκαμα,τ'Απρίλη τις βροχές
του Αι Δημήτρη μια κυρούλα την καμπάνα
χτυπά στα πλοία,που σφυρίζουν τρείς φορές.
Τους άσπρους γλάρους χαιρετά,όταν της γνέφουν,
και τα κρινάκια,που στο βράχο πάνω ανθούν.
Χτυπά χαρμόσυνα σε κείνους,που επιστρέφουν,
λυπητερά σ'αυτούς,που δε θα ξαναρθούν.
Τώρα κοιμάται στ'ακρωτήρι του άγιου η μάνα,
μα όταν στο πέλαγο καράβι άσπρο φανεί,
το ίδιο τρανά το χαιρετίζει η καμπάνα,
σαν παίρνει ο αγέρας πέρα δώθε το σχοινί.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤρέχουν οι ξένοι στις γραμμές λεωφορείων,
να δουν τ'αρχαία και το άστυ το κλεινό,
μα ένας σταλιάζει στην πλατεία Εξαρχείων
κάτω απ'την τρύπια τη σκιά ενός πανό.
Και συ Ελένη,συ Αλίκη,συ Μαρία
με τη ζωή καρφιτσωμένη επί σκηνής
θα παίζεις γκόλφω στων χωριών τα καφενεία
και στην Επίδαυρο Ειρήνη κι Αχαρνείς.
Ανεργος πίνω στου Περαία το πατάρι
τούτη την ώρα που,ό,τι αγάπησα, μισώ.
Κι ένας μεσίτης μου ζητά,να με μπαρκάρει,
το σταυρουδάκι που φοράω το χρυσό.
Κι ας είν'στριγκλιά,απολογία,σήμα κινδύνου
αυτό που παίζει το γδαρμένο ακορντεόν,
εσύ να λες (θενκιού) και παίρνε ό,τι σου δίνουν,
εδώ είναι Πλάκα,αιώνιο στέκι των θεών.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΚΑΡΑΒΙ ΑΣΠΡΟ ΑΠΟ ΧΑΡΤΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάει ο καιρός που γύριζες σκόρπιος πραματευτής
κι αρμένιζες και κύκλωνες τις μοναξιές της γης.
Τότ' η λιγνή καρένα σου κεντούσε το νερό
και το κατάρτι χάιδευε του γλάρου το φτερό.
Καράβι απ' άγραφτο χαρτί,
ξεθωριασμένο στη νοτιά,
σκαρί που σ'είχαν μοιραστεί
το κύμα και η ξενιτιά.
Τώρα βουλιάζει η άγκυρα στη λάσπη από το χτες,
τώρα τη γης μοιράζονται ξένοι πραματευτές.
Σιγοσφυρίζεις τις βραδιές σκοπό θαλασσινό
τώρα,που σε κρεμάσανε σε τοίχο φωτεινό.
Μες'στην κορνίζα δεν ακούς
τις συγχορδίες των καιρών.
Έχεις ξεχάσει τους φανούς
και τη βουή των λιμανιών.
Ροδίζεις ρόδον της αυγής,
μα τ' άρωμά σου είν'αλλού.
Στον άσπρο φλόκο νέας φυγής,
στ' αραξοβόλι νέου γιαλού.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΦΥΓΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε άπαιχτα ταξίμια,σαλκάντζες και στροφές
και σε ίδιες καληνύχτες κλειδώνονται οι βραδιές.
Μεσ'στους πιστούς καθρέφτες φυραίνει η ζωή,
γιαβάσικο τσιγάρο,που 'χει μισοκαεί.
Σκορπίζουν σε σοκάκια και στράτες σταυρωτές
στα τέσσερα οι ζωές μας σαν χρόνου εποχές.
Χάνονται εδώ φιλίες,αγάπες και δεσμοί,
εδώ μαδάν εικόνες και σβήνουν γυρισμοί.
Ψηλό στα πανηγύρια ανάστημα φορά
ένα νιο χελιδονάκι με γέρικα φτερά.
Και η δίκλωνη γοργόνα με τ' άστρο του βοριά
στο μπράτσο κεντημένη,πλάι στη μαχαιριά.
Βενέτικο καντήλι,φανάρι της γραμμής
τ'ολόγιομο φεγγάρι,απ'όπου κι αν το δεις.
Τάκης Κυριτσόπουλος
δίκλωνη γοργόνα=η γοργόνα με ένα σώμα και δύο ουρές.
σαλκάτζα=η παράταση της φωνής στο τραγούδι.
γιαβάσικο=ελαφρύ.
Η ΛΙΘΙΝΗ ΜΑΡΚΙΖΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπόψε δε μιλώ για σένα κύμα,
που νικημένο απ'την άπνοια αργοσβήνεις,
προτού περήφανο ξεσπάσεις σε άγρια ακτή.
Δακρύζω όμως που ξεχνιέται ένα ποίημα,
την ώρα της ζωής και της ευθύνης,
λίγο πριν γίνει ένας ψίθυρος στ'αυτί.
Μου 'γραφες ανορθόγραφα με αιθάλη
καλωσορίσματα στη λίθινη μαρκίζα,
Σειρήνα,πριν στα είκοσί σου μπείς.
Μα το λιμάνι ήρθε ολοκαίνουργιο στο κιάλι,
όταν εμένα οι μηχανές μου αναποδίζαν
κι όταν στο πρόσωπο με ράπιζε ο Γαρμπής.
Όταν θ'αρχίσει η τρίτη πράξη, θα είσαι απούσα,
αλλοτινή κεντήστρα επιταφίων,
φωνούλα αδιάφορη της κοσμοσυρροής.
Και τώρα ο Μάης με γαλιφιές κι ανέμου λούσα
καταλαγιάζει τις φωνές των θεωρίων
της μισής παράστασης,που πρόλαβες να δείς.
Βγήκε στη γειτονιά μου ένα φεγγάρι,
ένα φεγγάρι που φωτάει, μα δεν ζεσταίνει,
ένα φεγγάρι ίδιο με τόπι από πανί.
Εγώ όμως ψάχνω να 'βρω έν'αγκωνάρι,
για ν'ακουμπήσουν της ζωής οι αποκλεισμένοι
και όλοι εκείνοι,που δεν έχουνε φωνή
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΣΑΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είμ'εγώ που πούλαγαν στη γυάλινη βιτρίνα
μια δύση,που πορφύρωνε την κόψη του σουγιά.
Δε μου'μαθαν να κελαηδώ μ'αετούς και μαντολίνα
τα λασπωμένα απόβραδα στου φράχτη τη βραγιά.
Είμαι εκείνος που έφυγε και'κείνος που επιστρέφει,
χρόνια δεμένος σ'άλπουρο που πέταγε κλαδιά,
ώσπου το δάκρυ μου έγινε μια χάντρα από σεντέφι,
να σε προσέχει στ'άδικο και στην τρικλοποδιά.
Δεν είμάυτός που φύσαγε σαν Αύγουστου μελτέμι
και το μαντήλι ανέμιζε στην κόμη σου λυτό.
Ούτε και'κείνος που ένοιωθε το χέρι σου να τρέμει
στον εφιάλτη,στο όνειρο,στο παραμιλητό.
Μον'είμαι αυτός που αστόχησε και εκείνος που επιμένει,
κέρμα κρυμμένο για καιρούς σε χούφτες επαιτών,
που έφυγε λίγο πιο νωρίς τη γης να σου ζεσταίνει,
τη γης που την περπάτησες βήμα σημειωτόν.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΜΑΡΙΑΝ ΜΠΟΝΙΤΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή(ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΟΡΝΗ)
Μαριάν μπονίτα,
σύννεφο γελαστό
σε σημαίας ιστό
ανέμιζες μια νύχτα.
Μαριάν μπονίτα,
του πελάγου παιδιά
σε είδαν στην αμμουδιά
να μαδάς μαργαρίτα.
Συ ξεπλανεύτρα γελαστών παλληκαριών
πάνω στο απαύγασμα της νιότης σου της πρώτης,
κι εγώ ο λυράρης των γεμάτων φεγγαριών
μα ανάξιος εραστής και Δον Κιχώτης.
Στα μισά του κρύου
άλλαζες στα κλεφτά
με νήματα χρωματιστά
δαχτυλίδη Μαρτίου.
Μαριάν μπονίτα,
αστεράκι σβηστό
σε αράχνης ιστό
πιάστηκες μια νύχτα.
Βούλιαζε η ανεμώνη μεσ'τον άγριο χιονιά
και ο καπνός κει που ξαστόχαγε η σφαίρα
και συ,που μόλις είχες μπει στα δεκαεννιά,
όταν του κόσμου οι γιατροί σ'επανέφεραν.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΣΤΗΝ ΕΡΜΟΥΠΟΛΗ ΤΟΥ 60
ΑπάντησηΔιαγραφήΣβηστά κλωστήρια,πλοία αραγμένα,λοξά σκαλιά
η φευγαλέα τώρα ματιά μου φωτογραφίζει,
φάλτσο χτυπάει ψηλό ρολόι στα δυό σχολειά
όμορφης πόλης,που ανεπαίσθητα ραγίζει.
Βγάζει σεργιάνι την παλιά μας γειτονιά
τούτη του Αυγούστου η βραδιά που ξεσπιτώνει.
Μα στο καρνάγιο πλάι σε καδένες και σε βσχοινιά
στόμα με στόμα φέρνει γύρα το αφιόνι.
Αιώνες δύο στου Αη Νικόλα το στενό
τα περασμένα και τα μελλούμενα θυμάσαι
σαν τραγουδάς, Μην το ρωτάς στον ουρανό'
Το γελεκάκι ,και το Αι γενεαί αι πάσαι.
Κι ως τριποδίζει στο πλακόστρωτο ο ντορής,
στο φωτισμένο από τις φάσεις της σελήνης,
με το κραγιόν σου παραμύθια μου ιστορείς
κι ύστερα φεύγεις κι ακυβέρνητο μ'αφήνεις.
Τάκης Κυριτσόπουλος
Η ΑΛΛΗ ΜΙΣΗ ΜΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι βλεφαρίδες σου λυγίζαν στον καιρό,
στο άδετο βλέμμα σου οι ματιές πυγολαμπίδες.
Κόκκινη η δύση απο ερυθρές φωτοβολίδες
κι άγριο το αύριο μεσ'την τράπουλα ταρό.
Στον άσπρο τοίχο,όταν σε φέραν συνοδεία,
δεν ήσουν συ,ήταν ο άλλος σου εαυτός.
Θυμάρι μύριζε και μέλι ο Υμμητός,
όταν αντήχησε η πρώτη ομοβροντία.
Κι έφυγαν κι έφυγες και τώρα δείχνουν όλα αθώα,
όμως για μένα σε Αγιο Βήμα θα'σαι σκαλί,
η κάθε επόμενή μου θά'σαι αναστολή
κι ένα κλωνάρι αγγελικής μεσ'στα ηρώα.
Τάκης Κυριτσόπουλος.
ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΟταν με τα πεζόβολα με ψάρευαν οι θύτες
κι έψαχνα έν'απάνεμο λιμάνι να δεθώ,
ποτέ δεν ήρθες να με δεις στις νύχτες και στις ήττες,
σπουργίτι ήσουν και κούρνιαζες στης πέτρας το βυθό.
Δε φταίει βροχούλας ξέσπασμα,δε φταίει βροχής αγιάζι
που τρέμει μεσ'το σύθαμπο τ'αχείλι το κλειστό.
Μον'φταίει αυτό που με νικά,κείνο που με τρομάζει,
απάνω που σκαρφάλωσα,μην ξαναγκρεμιστώ.
Τρέξε,κυρά Βασιλική,πότισε τη μπιγκόνια,
δώσε στα γειτονόπουλα το χάδι το ζεστό.
Κι αν είναι νάρθουν δίσεχτα,βλογιοκομμένα χρόνια,
στο κούτσουρο π'ανάψαμε,θα ξαναζεσταθώ.
Χρόνια,που σου περίσσεψαν,μη μου γυρίζεις πίσω.
Από πηλό κι απόβροχο δε θέλω μερτικό.
Θέλω μονάχα μια φορά ζωή να σε νικήσω,
μ'αν σε νικήσω μια φορά,πάντα θα σε νικώ.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΧΑΡΤΙΝΗ ΖΩΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠήρα ανταύγειες απ'τη δύση
ένα δάκρυ από τη βρύση
κι άσπρο που χει χρωματίσει
τις τολύπες στον καπνό'
Πήρα κόχη απ'το φεγγάρι,
μια ανάσα απ'το θυμάρι
και με τρίχορδο δοξάρι
έρχομαι και σε ξυπνώ.
Ό μορφη ζωή,ψεύτικη ζωή,
χάρτινη ζωή, άφωνη ζωή.
Να σε νανουρίσω θέλω,άσε με ζωή,
μέχρι νάρθει το πρωί.
Πήρα του Μαγιού τα μύρα,
του πελάγου την αρμύρα,
στάλες νιότης ξαναπήρα
απ'το γέλιο των παιδιών.
Κάτασπρη ζωή,πράσινη ζωή,
θαλασσιά ζωή,φούξια ζωή.
Στο τραγούδι,που σου λέω,άσε με ζωή
να τελειώσω τη στροφή.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ
ΑπάντησηΔιαγραφήΜας πλησιάζει η πατρίδα μας,
που χρόνια την ονειρευόμαστε
κάτω από αραιές,φθινοπωρινές ψιχάλες.
Απλετα μας φωτίζει το φεγγάρι της επιστροφής
μαζί με τις φωτιές στ'αραξοβόλι,
που ποτέ μας δεν ανάψαμε.
ΕΙ ωπ,Ει ωπ,τρείς κουπιές ακόμα ταξείδι.
Εκεί οι ήχοι κοιμούνται στις ίδιες παρτιτούρες.
Εκεί τα βάθρα ανυπομονούνε
να σηκώσουνε καινούργιους ανδριάντες.
Εκεί η επαρχία,η φθορά η εκμηδένιση.
Εκεί το πρώτο φιλί ξεχασμένο στο φλιτζάνι.
Εκεί των χαμοθεών τα στέκια.
Εκεί η Ιστορία πίσω από κάθε φράχτη.
Εκεί και η μάντρα των εκτελέσεων.
Ει ωπ,Ει ώπ,πέντε κουπιές ακόμα ταξείδι.
Θα ανταμώνουμε τα βράδια στους ερειπιώνες
οταν θα κρεμάει το μελτέμι.
Θα ανταλλάζουμε τις ενοχές και τις σιωπές μας
όταν θ'αδειάζει το φεγγάρι.
Θα χαράζουμε τις ανηφόρες και τις κατηφόρες μας,
τα σήμερα μας και τα αύριο,
φυσώντας τον ήλιο πέρα απ'τους θανάτους.
Φυσώντας τον ήλιο πάλι και πάλι,
μέχρι να ζήσουμε σύμφωνα με τα όνειρά μας.
Ει ωπ,Ει ώπ,δέκα κουπιές ακόμα ταξείδι.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΤΟ ΝΥΦΟΠΑΖΑΡΟ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην πλατεία Δημαρχίας κάθε βράδυ απ'τις εφτά
σούρτα-φέρτα,ραβασάκια και κοιτάγματα κλεφτά.
Μεσ'στο Πάνθεο και στη Λέσχη παίζανε χαρτιά οι τρανοί,
στα παγκάκια τουρτουρίζαν όλοι οι παρακατιανοί.
Καφενεία στις καμάρες είχαμε κατά σειρά,
του Τορνάρη,του Συννέφη,του Γιαννίρη,του Γαρά.
Κάτω απ'το Οτέλ Γαλλία μέσα στο καφέ Τζαννή,
εσερβίριζε η Βαρβάρα με ποδιά μελιτζανί.
Στην πλατεία των Φοινίκων,του Μιαούλη,του Ερμή
άντρες στόλιζαν το πέτο με γοντζέ και γιασεμί.
Πασαβιόλες και ζουρνάδες παίζαν έξω απ'του Πασσά,
που προσέφερε ρετσέλια και σερμπέτια και κρασιά.
Εβουλιάζαν τα τακούνια στων μαρμάρων τα κενά,
στο σεργιάνι από του Μαύρου ως την Αγγελάκαινα.
Κι η δημοτική η μπάντα έπαιζε στη διαπασών
του συρμού γνωστά τραγούδια στην εξέδρα των Μουσών.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΕΡΜΟΥΠΟΛΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροίκα μου,Ερμούπολη,που λάμπεις στο σκοτάδι,
που κάνει η ανάσα σου το πέλαγο ζεστό,
στα σκαλοπάτια σου κουρνιάζω κάθε βράδυ
και τραγουδώ ψιθυριστά για ν'ακουστώ.
Στα μανουάλια εν'αργοτρέμουλο κεριών,
ξόμπλια και φύκια στα μαλλιά της παραλίας
και λιτανείες γελαστών περιστεριών
καθημερινά στις άσπρες πλάκες μιας πλατείας.
Στην πόλη των κρυφών θεών και των μαρμάρων,
στις γειτονιές των παιδικών μου των λυγμών,
αργοφωτίζονται στο γύρισμα των φάρων
τα μυστικά κι οι μπουκαβίλιες των στενών.
Κι ως θα βουλιάζει ένα θαμπό δειλινό,
στο αεράκι του Μεγάρου η σημαία,
μπρος θα σταθώ σ'όποιο μ'απόμεινε κοινό
και.χειροκρότημα,υπόκλιση,αυλαία.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΛΙΜΑΝΙ 1954
ΑπάντησηΔιαγραφήΒολτίτσες στο ψιλόβροχο κι ατάκες,
φλερτάκια στα στενά της αγοράς,
ρεκλάμες καθρεφτίζονται στις πλάκες,
ναύτες τρυπώνουν μεσ'στα σπίτια της χαράς.
Δένει η ψιχάλα με το ντέφι και το ούτι,
με το γρανίτη του αλόγου η πεταλιά,
στις χαμοκέλλες ξαναστρώσανε μπαρμπούτι,
στο καλντερίμι αλυχτάνε δυό σκυλιά.
Ξεβράζει τσόφλια και σκουπίδια η σοροκάδα,
σερβίρει ένα γκαρσόν γιαβάς-γιαβάς.
Πώς πάει στον κρύο τον καιρό η φασολάδα,
πώς πάει κι η ρέγκα,το κρμμύδι κι ο χαλβάς.
Λιάζει ο Μπούμπας το χταπόδι μεσ'στις σήτες,
σκαμπανεβάζει μια ταινία στο πανί,
πήραν τις στράτες του ντουνιά οι ψωμοζήτες,
τρίζει στη δέστρα άδειας μαούνας το σχοινί.
Στραγάλι,ούζο και ρακή στα καφενεία,
ντολμά-γιαπράκι μετά οίνου σπιτικού.
Στον Μπακαλάρο απόψε έχει έγχρωμη ταινία
και καραγκιόζη πλάι στου περατικού.
Σβήνει η ζωή τα βερεσέδια με σφουγγάρι
κι ένα γλαρόνι χαμηλώνει για να δει
πώς ασημώνει το αμούστακο φεγγάρι
στο έρημο λιμάνι ένα δεκάχρονο παιδί.
Γυμνοί φωτίζουν γλόμποι τις ταβέρνες,
στους ψαροπάγκους ξεπηδά ροχαλητό,
Χωροφυλάκων ανεμίζουνε οι χλαίνες,
ενώ αγκαλιά χορεύουν άσμα λαικό.
Δυνάμωσ'η βροχή κι η ανεμοδούρα,
το ράδιο δίνει απαγορευτικό.
Δε θα σαλπάρει το καίκι για τα Γιούρα ,
πριμάτσες έδεσε μπροστά στο ηλεκτρικό
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΟΙ ΜΑΡΙΝΕΡΟΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΟταν σκαρφάλωναν στα ξάρτια να μπαλώσουν
γέρικα άρμενα,ξεσκλίδια του βοριά,
γαλάζια ρεύματα ξεβράζαν στη στεριά
τα όνειρά τους,που δε λέγαν να ψηλώσουν.
Του λέει τα βράδια των ανέμων το σεξτέτο
άδικα ψάχνεις τον κρυμμένο θησαυρό
από την Αρκτο ως το Νότιο Σταυρό.
Μόνο σου όφελος,που γλίτωσες κι εφέτο.
Κι ως το ποδόσταμο χτυπάει το τιμονάκι
κι οι πόροι μπάζουν του πελάγου την οσμή,
της μοναξιάς σε βασανίζουν πειρασμοί
και της ζωής η ουτοπία και η φενάκη.
Αρμύρα στάζουν τα πουλιά στο πέταγμά τους,
μάνες ανάβουνε λιβάνι στο σπερνό.
Κι αυτοί σαλπάρουν το ταξείδι το στερνό,
για να 'βρουν άδοξους κι αναίτιους θανάτους.
Τώρα,στεγνώνουν στα σχοινιά μαύρα μαντίλια,
μα εγώ στη δύση μου γυρεύω νέα αρχή.
Σου στέλνω ελπίδα σε διάφανη γραφή
κι ένα φιλί,που ταξιδεύει χίλια μίλια.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΣΥΡΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣύρα της φραγκοκκλησιάς,
του ρηχού του πηγαδιού.
Σύρα της ξερολιθιάς,
Σύρα του άγριου θυμαριού.
Αχ,πατρίδα μου πικρή
στου βοριά το χαλασμό,
αχ,πατρίδα μου μικρή
σταυρουδάκι στο λαιμό,
που όταν η αυγή κυλά
στου Αιγαίου τα νερά,
ο ένας σου ήλιος μου γελά
κι ο άλλος κλαίει γοερά.
Κι ως μαζεύει η διαδρομή,
ξαναγίνεται χρησμός
πίσω από το γιασεμί
του ανέμου σου ο λυγμός.
Σύρα των λιτών βουνών,
του πελάγου,της σιωπής,
Σύρα των εσπερινών,
σταυροδρόμι της ζωής.
Αχ,πατρίδα που γελάς
με την πρώτη του Μαγιού,
αχ,πατρίδα που πονάς
στη φυγή κάθε παιδιού.
Κι ως γυρίζουν τα πουλιά
και ανθούνε οι εποχές,
ξαναγίνονται καλά
της ψυχής σου οι αμυχές.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΨΑΧΝΩ
ΑπάντησηΔιαγραφήΨάχνω τη μοίρα μου που εχάθη
αιώνες τέσσερις να βρώ
στου φλιτζανιού το κατακάθι
και στου ζαλόγγου το χορό.
Κι ως η ζωή θ'ανηφορίζει
σε βράχων κόγχες κι εσοχές
ουράνιο φως θα ιριδίζει
στων φθινοπώρων τις βροχές.
Οπως γυρνούν τα χελιδόνια
γυρνάει η ελπίδα καθενός
και όπως φεύγουνε τα χρόνια
τόσο γκριζάρει ο ουρανός.
Με το βιολί και με το ντέφι
και των ανθρώπων την αργκό
θα στροβιλίζομαι στα νέφη
όσο βαστάει ένα ταγκό.
Θα βρω καινούργιο εικονοστάσι
που θ'ακουμπάνε οι ματιές
κι όταν το φως θα προσπεράσει
θα'μαι σκιά μεσ'τις σκιές.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΣΤΟΧΑΖΕΤΑΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίδα ξαφνικά την πατρίδα μου
τυλιγμένη σε μεσαίωνες.
Και την πόλη μου είδα
γεμάτη να'ναι μικρές ξενητειές.
Τη μορφή μου πρόσεξα
μοιρασμένη σε πολλούς καθρέφτες.
Και βάρβαρα φύλα αντίκρισα
να με ζυγώνουν με άλλου είδους περπατησιά,
για να κλέψουνε τους πνιγμούς μου
μαζί με όλα της ζωής μου τα ωσαννά
και τα φτυσίματα.
Και τώρα,αφουγκράζομαι
τη βουή των νευμάτων
έτσι,όπως από μέσα μου ξεπηδάει
ένα είδος άνοιξης.
Έτσι,όπως ακουμπώ το δάχτυλο
στη σκανδάλη του μυαλού μου
την ώρα,που βαστώ
το σταυρό παρά πόδα..
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΩΔΗ ΣΤΗ ΜΑΝΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑσε με τώρα,γιέ μου,να μυρίσω
Τα αγιοδημητριάτικα,που ανθούνε μέσα σου.
Σκύψε λίγο ν'ατενίσω τους δρόμους,
όπως γερνάνε μέσα στη νύχτα.
Στερνή φορά άσε με να αφεθώ
στο μελτεμάκι,που θα με σεργιανίσει
στων στιγμών μου το χθές.
Σώπα ν'αφουγκραστώ τις νυκτωδίες
των παλμών και να ξανασύρω
το μπάλο του Ησαία μου.
Χαμήλωσε λιγάκ,το αστρί μου,
όσο στο τζάκι η φλόγα βγάζει γωνίες,
τούτη την ορθάνοιχτη ώρα.
Γιατί, μάνα,έχεις τόσο ζεστό χαμόγελο΄,
Για να σκιάζονται οι οχτροί τη συγνώμη μου.
Γιατί,κυρά μου,το κοίταγμά σου
έγινε τόσο καθάρι,
Για να θωρώ το λυκόφως που προσκυνούσαμε.
Γιατί,ψυχούλα μου,ανοίγεις τόσο
την αγκαλιά σου,.
Για να θωπεύω τις ενοχές
και να σηκώσω φεύγοντας
τη γλάστρα με την υπομονή.
Τη γλάστρα που ποτίζαμε τα Σαββατόβραδα
με τον κλαυθμό μας.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΤΟ ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο βιβλίο τσακισμένο στη σελίδα της φυγής,
μα όσο μακρυά κι αν φεύγεις,πάντα σ΄ επιστρέφει η γης.
Ξεχασμένη η καρδερίνα κάτω απ΄την κληματαριά,
το μαχαίρι στην κουζίνα δείχνει χρόνια το βοριά.
Κι εγώ κοιτάζω,πως
στιγμή με τη στιγμή
σκορπίζει μεσ΄το φως
του ορίζοντα η γραμμή.
Κλείδωσα τη νύχτα έξω,ράντισα με αγιασμό
και στα μάτια μου το δάκρυ σήκωσε κυματισμό.
Κι όπως χρόνια ξεμακραίνεις σε ζωγραφιστά νερά,
σου κουνώ αντί μαντήλια δυο αδίπλωτα φτερά.
Κι εγώ διαβάζω,πως
γενιά με τη γενιά
σμίγουν φωνές και φως
και χτίζουν γειτονιά.
Ωσπου να ΄ρθουν βροχές
μετά από καιρούς,
να σε σβήσουν ενοχές
και κήπους κρεμαστούς
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΑΓΝΑΝΤΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτου άσπρου βράχου τη σπηλιά,
πάνω απ'τ'ακροθαλάσσι
χρόνια ρωτά μια κοπελιά
για κείνον που'χει χάσει.
Ρωτά το γαλανάγκαθο,
το μαύρο κυπαρίσση
και τον αιγιόγλαρο ρωτά
το πότε θα γυρίσει.
Ο ήλιος στάζει δάκρυα,
η Αφροδίτη αίμα
κι ο Αποσπερίτης αψηλά
βουρκώνει μεσ'το γέρμα.
Στο καθρεφτάκι της θωρεί,
που ένα κερί φωτίζει,
τ'αχείλι της το άβαφτο
που γέλιο δε γνωρίζει.
Δεν πάει σε πρωτολείτουργο,
άγιο δεν ασημώνει,
μον'βλέπει που το χάραμα
το πέλαγο ματώνει.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΡΕΚΒΙΕΜ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠέφτεις και μένει πληγή στο χορτάρι,
πέφτεις κι αφήνεις σημάδια στο χρόνο,
ψηλά σε ξενυχτάει ένα έφηβο φεγγάρι,
κλείσε τα μάτια και εγώ χαμηλώνω.
Το αίμα σου σκοντάφτει στο αίμα απ'τη δύση,
φωνές ανηφορίζουν,ιαχές προσπερνούν
και χέρια πονεμένα,που μόλις έχεις λύσει,
ψηλώνουν μέχρι τ'άστρα και τα βάγια ξεκρεμούν.
Καλό σου ταξίδι,φωνή της ερήμου,
πίσω την τροχιά σου δε σβήνει η βροχή.
Αντίο με φύλλα σου γνέφει η κραυγή μου,
είχες μεγαλώσει,δε σε χώραγε' η ζωή.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΑΓΓΕΛΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα μαύρα τα μαλλάκια σου τα χτένιζες μοιραία,
διάβαινες και γινόσουνα η αύρα καθενός,
στις παρελάσεις σήκωνες γελώντας τη σημαία
και γέμιζαν με νούφαρα καρδιές και ουρανός.
Και ύστερα σκορπίστηκε σε χάντρες η ζωή σου,
για στέγη σου αναζήτησες διάτρητο ουρανό.
Εξαρτημένοι ερήμην σου σκύλευαν το κορμί σου,
ως ο φεγγίτης έμπαζε το σάπιο δειλινό.
Συνέβη απομεσήμερο σε τρώγλη στα Πατήσια,
γερμένη τ'ανακούρκουδα βαστιόσουν σε σκαλί.
Είχες χτυπήση ένεσης δόση παραπανήσια
κι είχες χαμόγελο παιδιού,που θύμιζε φιλί.
Ο ίσκιος του κυπαρισσιού σαρώνει το μνημείο,
μέρα τη μέρα γίνεται η μνήμη λησμονιά,
η θύμησή σου γίνεται ένα με το τοπίο,
Αγγέλα,γράφει η πλάκα σου,χρονώ δεκαεννιά.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε ευχή γονιού και μ'ένα δίσκο Καζαντζίδη
κινά η Ροδούλα με τ'αδέρφια της τα άλλα,
της ξενιτειάς της το ατέρμονο ταξίδι,
που πότε όνειρο η ζωή,πότε κρεμάλα.
Κούκλα νεκρή σ'όλο το είναι της βαμμένη,
στης Ολλανδίας ξεπουλιέται τις βιτρίνες,
την αθωότητα θυμάται τη χαμένη
και στο μυαλό ανακυκλώνει λάθος μνήμες.
Χάνεται η δούλεψη στο ρήγα και στα ζάρια
στις μπαρμπουτιέρες του Αμβούργου και στις λέσχες
και σ'αποθήκες και παράνομα πατάρια,
που πασαπόρτια δε ζητούν και πόθεν έσχες.
Πράσινοι οι τοίχοι του κελιού του απο τα βρύα,
στο τζάμι πάνω η σελήνη αντιφεγγίζει.
Χρόνια μπρος-πίσω κάνει βήματα δυό -τρία
σαν το ψωμάκι μεσ'το πιάτο π'αρμενίζει.
Σε εσοχή τα κρύα πόδια του ζεσταίνει
με την ανάσα η σκυλίτσα του η Εύα,
όπως με σύριγγα απ'το δρόμο μαζεμένη,
μεσ'το ψιλόβροχο πασχίζει νά'βρει φλέβα.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΑΝΘΡΩΠΟΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΜικρά παιδιά ο δάσκαλος μας τιμωρούσε
με μια βεργούλα μπας και γίνουμε ανθρώποι.
Πάντα βραβεύονταν όποιος μας μαρτυρούσε,
όμως αυτό εμείς το μάθαμε κατόπι.
Πουλούσαν όνειρα φτηνά στην αγορά
και μια φριχτή ξαναγραμμένη ιστορία
κι άλλοι πετούσανε με άλλων τα φτερά
μα εμείς κατάστρωμα,ουρά και γαλαρία.
Μετά σε κάθισαν στο ξύλινο σκαμνί τους
να ξεδιαλύνουν,λέει,την αλήθεια από το ψέμα
και κει,που σε αθώωνε η φωνή τους,
εκεί ερχόταν και σε δίκαζε το βλέμμα.
Στη μάντρα σ'έστηναν το επόμενο πρωί
παιδιά σχολειού,νοικοκυραίοι και θεούσες.
Και συ,που του'λεγες προχώρα στη ζωή,
όταν δεν κοίταζαν και συ πετροβολούσες.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΖΩΕΣ ΜΕΣΟΤΟΙΧΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα πλήκτρα σιγοκαίει το ένστικτο της φωτιάς,
φωτιάς που σβήνει δάκρυ τσακίρικης ματιάς.
Το φως που δε θυμάσαι,αερικά κεντούν
μ'ολόχρυσο μπρισίμι στ'ασπράδι του ματιού.
Να'μουν στο φτέρωμά σου το πιο μικρό φτερό,
στο κάθε πέταγμά σου κοντά σου να πετώ.
Νότες π'αργά σκουριάζουν,καθρέφτες που γερνούν,
βράχων δεσιές κι ανταύγειες στον άνθρωπο οδηγούν.
Μπηγμένες στην πατίνα,βγαλμένες βιαστικά
γριές φωτογραφίες,που ξεδοντιάστηκαν.
Αναψε ένα σπίρτο,θέλω να ζεσταθώ,
κι έλα και νίκησέ με την ώρα που μεθώ.
Τάκης Κυριτσόπουλος
Ο ΤΣΑΜΙΚΟΣ ΤΟΥ ΡΑΓΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΚυλάει το αίμα,μιλάει το αίμα,
ρωτάει το αίμα της μαύρης κλεφτουριάς
στην Αλαμάνα,στο Κακοσούλι,
στο Μεσολόγγι,στο χάνι της γραβιάς.
Ρωτάει το σήμαντρο,το ξωκκλήσι,
τη Ρωμιοσύνη ρωτάει ο καφενές.
Ρωτάει το γέρμα,το κυπαρίσσι,
το καριοφίλι,ρωτάει ο σινανές.
Πες μου Δυσσέα και Μακρυγιάννη,
πες μου άγιε Διάκο κι ωρέ Νικηταρά
πως οι κιοτήδες μεγαλουσιάνοι
κι εμείς ζητιάνοι στη δική μας τη σπορά.
Τάκης Κυριτσόπουλος
ΡΟΖΜΑΡΙ
ΑπάντησηΔιαγραφή(ΔΕΝΤΡΟΛΙΒΑΝΟ)
Χρόνια στα στενά της πάνω Σύρας
είχες προσκεφάλι ένα σκαλί,
δεύτερο παιδί μιας πόρνης μοίρας
και κάποιου μετανάστη απ'τη Χιλή.
Μάζεψες τα λίγα υπάρχοντά σου
ένα μεσημέρι με βροχή.
πίσω καταχνιά στο πεταγμά σου
και μπροστά καινούργια εποχή.
Μάτωνε η δόση στην Αγκόλα
και στο κονοστάσι στο {φτερό}
τ'άμφιο το αργυρό του Αι Νικόλα
έπαιρνε ένα χρώμα πορφυρό.
Έπινες τα βράδια μαρασκίνο
και ταμπάκο μάσαγες βαρύ.
Μεσ'στο γράμμα βούλιαζε στο θρήνο
ένα κλωναράκι ροζμαρί.
Στο διωγμό και στο {καταζητείται}
έφυγε ο καιρός σου,Θοδωρή.
Τώρα επιγραφή {ενθάδε κείται}
ανεμίζει στη χωματερή.
Τάκης Κυριτσόπουλος
10/03/2013
ΜΕΣΙΣΤΙΕΣ ΕΠΟΧΕΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤούτη την άνοιξη
πρασίνισαν τα ναύδετα
στα ύφαλά τους.
Τούτη την άνοιξη
ο ήλιος διαβαίνει
σπέρνοντας μεσημέρια.
Τούτο το καλοκαίρι
το σώμα του ποιητή καταδύεται
στο βυθό των περιγραφών του,
τυλιγμένο σφιχτά
σε κάποια σημαία ευκαιρίας.
Τούτο το φθινόπωρο
το ακατοίκητο φέρετρο
λικνίζεται στη ρεστία,
με γραμμένο στη μάσκα του
το μικρό όνομα του ποιητή.
Τούτον το χειμώνα
στην προβλήτα,
οι λιγοστοί φίλοι του ποιητή
ξορκίζουνε το κύμα έχοντας
για αντίδοτο τις ματιές τους.
Και ύστερα,χάνονται
σαν τα σχισμένα κομμάτια
άτυχου λαχείου,
που τα σκορπίζει
το βοριαδάκι.
Τάκης Κυριτσόπουλος