Α φ ι ε ρ ώ μ έ ν ο
Στους Οδυσσέες που οργώνουν
Τους φουρτουνιασμένους δεκαπεντασύλλαβους
Των επτά μεγαλύτερων θαλασσών
1-Μεσσόγειος Θάλασσα
2-Βόρειος Ατλαντικός Ωκεανός
3-Νότιος Ατλαντικός Ωκεανός
4-Βόρειος παγωμένος Ωκεανός
5-Νότιος Παγωμένος Ωκεανός
6-Ινδικός Ωκεανός
7-Ειρηνικός Ωκεανός
-------------------
Aλαδε Μύσται*,
(Σημαίνει «Πηγαίνετε στη θάλασσα Μύστες» και’ήταν η Δεύτερη ημέρα των μεγάλων Ελευσινίων Μυστηρίων,
Κατά την οποίαν οι Μύσται, σχηματίζοντας πομπή κετευθύνονταν στη ακτη
του Φαλήρου από την Ελευσίνα όπου καθαίρονταν με «Μυστήριο»
λουτρό-Βαφτιζόντουσαν-)
--------------
«Των κακών οι θάλασσες
Πλημύρισαν την πλάση
Κι’επνιξε ο κατακλυσμός
Των αγαθών τα δάση
Όμως από του Θεού,
Το σκοτωμένου το αίμα
Μέσ’απ’το χάος υψώθηκεν
Αέρινο ένα ρέμα.»
(Κ Παλαμάς-ο Τάφος)
======================
1-Μεσόγειος Θάλασσα
Θαλασσινές σπηλιές,φωλιές της άρμυρης αλήθειας.
Θαλάσσιο άγνωστο γλυκό, φριχτό και παγωμένο.
Στη μέση τυχερέ εσύ, είσαι θαλασσοπόρε
-----
Αυγούλα θά’ταν ανοιξηςτου κόσμου η πρώτη μέρα,
Του νου,του ήλιου, τ’ουρανού,της πέτρας, της αγάπης
Και ‘ηταν μέρα της ζωής.Λαμπρής η μέρα ήταν.
Και βρέθηκες ελεύθερος, απ’τις σφιχτές φασκιές σου,
Να τριγυρνάς και να τρυγάς καρπούς του Παραδείσου.
Πολλή χαρά, πολύ ζωή, για όλους ευτυχία,
Για τα αηδόνια ,τα σκυλιά, τα ψάρια, τα μυρμήγκια,
Για τον αγέρα ,την βροχή,τα λούλουδα , το χώμα.
Η πλάση όλη αγάλλεται, ζήτω ο Μαστοράς της.
Ο κήπος όταν γιόμισε, οι χάρες μαλωθήκαν
Κι’ανήμπορες πετάχτηκαν στοχάος του Ταϋγέτου.
Μαζί τους ,έξω βγήκανε κι’οσοι τις εθρηνούσαν..
Δεν ματαγύρισαν, Αλί, την άββυσο αγαπήσαν.
Η μάννα σου εβόγγηξε, την ώρα που σε γέννα,
Τον πόνο της απόκρυψε,δώρο στο ένσιχτό σου.
Απορρημένος, βιαστικός, ζητάς λάθος βοήθεια
Στη μέση είσαι ,στην αρχή,παιδιού έχεις συνήθεια.
«Οιδή-πους» πάνω περπατάς, στη κούφια λαμαρίνα,
Με τό’να πόδι Δυτικά, τ’ άλλο στον Απηλιώτη.
Προκρούστης-μέγας, σ’άφησε ετούτο το σημάδι,
Εσύ όταν τον κάλεσες μαθές να σε διδάξει,
«το μέτρημα μίας στροφής, γύρω στον άξωνά σου».
Μοχτείς και ταλαντεύεσαι, τον κίντυνο παλαίεις,
Κι’αποζητάς στεριάς δροσιά..Σου κόβετ’ η ανάσα,.
Γιατί το σίδερο καυτό είναι, που το δουλεύεις,.
Το πρόσωπό σου κόκκινο, ο ιδρώτας είναι μαύρος
Κι’η λάσπη που σε τριγυρνά,έχει σκουριάς το χρώμα,
Τη γεύση και τη μυρωδιά, τ’ αλάγιαστο το μίσος,
Μισείς γιατί δεν έλαχες, να γεννηθείς μυρμήγκι
Που τυχέρό στο χώμα του,τη ρίζα του ακούει,
Διαλλέγει δρόμο γλήγορα, το κίντυν’ αλαργεύει.
Μισείς γιατί φοβίζεσαι, του φόβου είσαι σπέρμα.
Φοβίζεις και καταστροφάς και προκαλείς τον πόνο,
Γιατί πρώτος επόνεσες,γεννήθηκες με δαύτον.
Με την ελπίδ’ αντάμα πας, της νίκης κουβαλίστρα,
Που εσύ την νιώθεις σαν πουλί, άλλος ευχή της μάνας.
Η Παναγιά για τους πολλούς, για λίγους ο Σωκράτης.
Ο ίδιος νάν ο άνθρωπος;;συγνεφοσυλλογάσαι.
Μα σύ το χελιδόνι σου παρέα έχεις μονάχη
Πιλότο-δορυφόρο σου, στ’άγνωστα μονοπάτια.
Μεταναστεύετε μαζί, τ’ αμάρτημα να πνίξτε
Του χρόνου πούρχεται κακός,στοιχειό φουρτουνιασμένο
Και ν’ απανήσετε ζεστή αλήθεια λατρεμένη,
Του χρόνου πούφηγε κρυφά, δίχως να σας ρωτήσει.
+++++
2- Βόρειος Ατλαντικός Ωκεανός
Θαλασσινές σπηλιές,θολές,θαλάσσι’ ανήλια βάθη
Θαλάσσιες μοίρες πονηρές,μαυροντυμένες νύφες
Στη μέση πάντα σεριανάς, εσύ ξθαλασσοπόρε.
…………
Λιοντάρι είσαι στο κορμί,στα έργα ήρως είσαι,
Και στην ψυχή του Διγενή,μοιάζεις και δεν κιοτεύεις
Τους όμοιού σου συμπονάς,του δύστυχούς ,τους νάνους,
Της μοίρας είσαι στηλωτής του κόσμου,της δικής σου.
Και της ζωής κουβαλητής και διαλεχτός της φύσης
Με τ’ άλογο τ’ ατσάλινο «φεύγεις-γυρνάς και φέρνεις»,
Ντυμένος την πολύφημη, της Κίνας , σαντακρούτα.
Βαριά σκορπάς τη μυρωδιά της Αφρικής ,τη μαύρη
Κι’ο σάκκος σου μεταξωτά των Ινδιών γιομάτος.
Αμερικάνικα φλουριά και φώτα της Ευρώπης.
Χαρά που φέρνεις και καημό,φέρνεις διχόνιας σκόνη
Κι’αντί να κλαίς,χαμογελάς. Η φύση έτσι είναι;
Ψχρά,χολά κι’αβίαστα σκοτώνεται μια μύγα
Που ενοχλεί,όμως μαζί,στη φύση μέσα ζήτε.
Η Σαλαμάντρα σαν πεινά και την ουρά της τρώγει
Υπάρχει σ’όλα απάντηση. Αυτή είναι η φύση
Διαφεντάς θριαμβευτής απάνω στα συντρίμια,
Πολέμου του παράλογου,δεν εόιναι πεθυμιά σου.
Γιατί θαλασσοπόρε θές τη φύση να δαμάσεις,
Να τηνε κάμεις σκλάβα σου,να την κατά βυζάξεις;
Ξεχνάς το όπλο της θαρείς, μύγα στο κόσμο είσαι.
Δεν είμαι εγώ αυτός που λεν,δεν είμ’εγώ προδότης,
Η μάνα είν’ευθύνη μου,το χρέος μου μπροστάρης
Κι’άλλος που έφτεξε γι’αυτό, κιέχω χέρια δεμένα.
Μα εδέθεις, δίχως να δεθείς,με την υποταγή σου.
Υποταγή,του θάνατου επίσημη σφραγίδα.
Ακους τους Αγιογδύτορες, π’ορίζουνε τροπάρι
Και γίνεσαι παράνομος σαν θα παρανομήσεις,
Τους νόμους π’αυστηρά τηρά και η παρανομία.
Ωσάν ζωάκι –λογικό, ζεύτηκες στο μαγγάνι
Και πέφτεις υποταχτικά,στης χίμαιρας το δύχτι.
Περνάς λάθρα τη ζήση σου,σε λάθρο κόσμο μέσα
Και σέρνεις βήμα άθλιο. Είν’ της ζωής ο πόθος,
Στον παρεξιάρη ορισμό, ορθού «Λάθε βιώσας».
Χορεύεις τη λαχτάρα σου και κολυμπάς ντυμένος,
Το δέρμα πούναι σκέπασμα,στη γύμνια της αλήθειας.
Ντροπή σου φέρν’ η γύμνια σου και με ντροπή την ντύνεις.
3- Νότιος Ατλαντικός Ωκεανός
Θαλασσινές σπηλιές,θαλάσσιες κόρες,αύρες.
Θαλάσσιοι ήλιοι-ηλιάρχοντες,στο σύμπαν ζωοδότες.
Στη μέση ακόμα ταπεινέ,είσαι θαλασσοπόρε.
………..
Ζητιάνος ήσουν μιας μπουκιάς ζωής στο πικροχώμα,
Τη λεημοσύνη αναζητάς ήλιου αλάργων πόντων.
Στις χούφτες τρύπιος είν’αυτός και καίει σου το βλέμμα
Και κλαίς,γελάς,κοιτάς, πονάς κι’αλύπητα κρυώνεις,
Κρυώνεις στις αισθήσεις σου και στη καρδιά μαργώνεις
Και την μπονάτσα αποζητάς, νησιού την Αγια- Βάλα.
«Επνίγηκες αν σταματάς» ..το ένσιχτο προστάζει.
Τότ’απορείς πουθ’ η φωνή κι’όρθός στα πόδια στέκεις,
Τις αντιρρήσεις προχωράς μη μείνεις ξεχασμένος .
Κι’ευθύς γιομεί το βλέμμα σου , με πείσμα του Κολόμβου,
Ζυγάς την κατανόηση, μητράδελφη τσ’ αγάπης.
Τ’ Αη-Νικόλα εικόνισμα μές΄τη βαλίτσα θέτεις
Και με τα κυματόφτερα, πετάς στης γής την πλώρη.
Μπροστά σ’ορμήνεψαν ν’ακούς, πίσω τα χάνεις όλα.
Μπερδεύεται το λογικό, που πρ’έπει να χτυπήσεις;
Οχτρός το είπε ; ή «άνθρωπος», ποιον τάχα τα φιλίσεις;
Ιερή ζωή του καθενός κι’ Αλλος που την ορίζει.
Ο κεραυνός πιο δυνατός, στο φόβο σ’επιστρέφει,
Ευθύς μετά χαμογελά, θυμίζει σου το λόγο:
«Σκιά ο χάρος ομπροστά, μπορεί χαρά να χάψει,
αν αδρανήσεις κι’αρνηθείς, να σφίξεις την αγάπη,
στης ζήσης τον ανήφορο, μπροστάρη να την κάμεις.»
Η αγάπη αντάμα περπατά, φοβάσαι να γυρίσεις,
Την κεφαλή στα δίπλα σου, παλεύεις, υπομένεις.
Ο πόθος κι’η λαχτάρα σου για το αγκαλιασμά της,
Σε αντριώνουν, γίνεσαι «μολύβινος στρατιώτης»,
Zείς και με την ελπίδα σου πως θα το δοκιμάσεις,
Το σφιχταγκάλιασμα, αμοιβή,από σκληρό αγώνα,
Μέσα σ’ ανήθικο ντουνιά, στεφάνι Μαραθώνα.
----------------------Συνεχιζεται.........................