Υπόθεση εργασίας: Στα 2010, ως υπουργός
Οικονομικών, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου παρέλαβε την «λίστα Λαγκάρτ»
και διαπίστωσε ότι μέσα σ’ αυτήν αναφέρονται τρεις συγγενείς του. Ποια
μπορεί να ήταν η άμεση αντίδρασή του; Στη θέση του, εγώ θα επικοινωνούσα
με τους συγγενείς και θα τους ρωτούσα, αν μπορούν να δικαιολογήσουν τα
αναφερόμενα ποσά. Αν ναι, δεν θα με ενδιέφερε περαιτέρω το ζήτημα. Αν
όχι, πιθανότατα, θα κοιτούσα, πώς να τους καλύψω. Ο πιο ηλίθιος τρόπος
για να το κάνω, θα ήταν να βγάλω αντίγραφο, από το οποίο θα έσβηνα τα
ονόματα των συγγενών, και να φρόντιζα να «χάσω» το πρωτότυπο. Επειδή, το
πρώτο πράγμα που θα γινόταν, μόλις μαθευόταν ότι η λίστα «χάθηκε», θα
ήταν να ζητηθεί από τους Γάλλους να την ξαναστείλουν. Οπότε, εύκολα θα
αποκαλυπτόταν η λαθροχειρία μου. Και θα μου καταλόγιζαν τη δράση των
«δεσμών αίματος».
Το πιο λογικό θα ήταν να σβήσω τα ονόματα των συγγενών από την
πρωτότυπη και να την παραδώσω στον επόμενο. Αφού δεν θα είχε χαθεί, δεν
θα υπήρχε κανένας λόγος να ξαναζητηθεί. Φυσικά, υπάρχει και η περίπτωση
να μην έκανα τίποτα από αυτά, για τον απλό λόγο ότι δεν θα χρειαζόταν:
Αν τα ποσά δεν δικαιολογούνταν, οι συγγενείς μου το πολύ να καλούνταν να
πληρώσουν κάποιο πρόστιμο. Και όλοι ξέρουμε, τι γίνεται με τα πρόστιμα
των μεγάλων: Μετά από καμιά δεκαριά χρόνια, αν ο υπαίτιος ζει, καλείται
να καταβάλει τα καταλογισθέντα σε δόσεις και αν...
«Δηλαδή, εσύ πιστεύεις ότι στ’ αλήθεια χάθηκε η λίστα;», με ρωτά ο
Κώστας. Όχι. Δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Το ότι κάτι κρύβεται πίσω από την
εξαφάνισή της, δεν είναι υπόθεση εργασίας αλλά βαθιά πεποίθησή μου.
Βρίσκω όμως τραγικά ηλίθιο αυτό που κρύβεται να είναι τα σβησμένα
ονόματα των τριών συγγενών. Μπορώ να καταλογίσω τα μύρια όσα στον
Παπακωνσταντίνου (μερικά, τα ανέφερε ο Γιάννης Βαρουφάκης στο άρθρο του
«Δρυός πεσούσης»), όχι όμως την ηλιθιότητα.
Υπόθεση εργασίας δεύτερη: Στις 17 Ιουνίου 2011, ο Γ. Παπακωνσταντίνου
μετακομίζει και τη θέση του ως υπουργού Οικονομικών την παίρνει ο
Ευάγγελος Βενιζέλος. Ο πρώην παραδίδει στον νυν το υπουργείο και το
αντίγραφο της λίστας, καθ’ όσον το πρωτότυπο «χάθηκε». Ο «νυν», όπως
άλλωστε έχει δηλώσει, δεν διαβάζει τη λίστα, οπότε δεν ανακαλύπτει τους
τρεις συγγενείς, παρ’ όλο που υπάρχουν στην λίστα. Κι αυτό, επειδή, όπως
είπαμε, ο Παπακωνσταντίνου μόνο ηλίθιος δεν είναι. Την παραλαμβάνει,
λοιπόν, και την βάζει στο συρτάρι του. Την ξαναθυμάται ένα χρόνο και
κάτι μήνες αργότερα και την ανασύρει. Δεν έχει καμιά περιέργεια να
διαβάσει, ποια ονόματα περιέχονται, οπότε δεν γνωρίζει τίποτα για τους
συγγενείς. Όμως, σαν καλός πολίτης που είναι, σπεύδει στο Μέγαρο Μαξίμου
και παραδίδει την λίστα στον πρωθυπουργό. Ο οποίος την στέλνει στη
δικαιοσύνη, χωρίς κι αυτός να την διαβάσει. Η ανθρώπινη περιέργεια είναι
λέξη άγνωστη σ’ αυτούς που τάχθηκαν να υπηρετούν την πατρίδα.
Η λίστα φθάνει στους εισαγγελείς. Έρχεται και η νέα, πρωτότυπη, από
την Γαλλία. Την διαβάζουν και πέφτουν στα ονόματα των τριών συγγενών. Τα
οποία ονόματα λείπουν από το αντίγραφο που τους είχε παραδοθεί. Δεν
είμαι δικαστικός και δεν ξέρω πώς λειτουργούν τα πράγματα στους ναούς
της Θέμιδας. Τι θα σκεφτόμουν στη θέση τους; Δύο τινά: Ή ότι ο μπαγάσας ο
Παπακωνσταντίνου έσβησε τα ονόματα. Ή ότι κάποιος μπαγάσας από το
περιβάλλον του Βενιζέλου (όχι ο ίδιος, η εντιμότητά του δεν
αμφισβητείται), ξέροντας ότι ξανάρχεται η πρωτότυπη, έστησε την
προβοκάτσια, σβήνοντας τα ονόματα από το αντίγραφο, για να ξεμπερδεύουμε
μια για πάντα με τους κηπουρούς. Είναι άλλωστε γνωστό τοις πάσι ότι η
αγάπη πλημμυρίζει τις τάξεις των ομάδων μέσα στο ΠΑΣΟΚ.
Εσείς, τι πιστεύετε;
Κι αν ενδιαφέρεστε για την ιστορία, δείτε το
historyreport.gr