"Τις πταίει;;» // Αναπολώ τα παιδικά κι’ ανώριμα τα χρόνια, στα είκοσι που μακριά βάζαμε πανταλόνια. Τα κουβαλώ στον ώμο μου, τα φέρνω στο παρόν, το δάκρυ ,στα μελλούμενα δεν είναι οχυρόν. // Χρόνια μεταπολεμικά, αγάπης και ειρήνης, στριφογυρίζαμ’ όλοι μας σε ίδια τρύπα δίνης. Και πάντα είμαστ ‘ αρωγοί σε διπλανού οδύνης, πιστοί στη Θεία ρήση: Εχεις δυό, το ένα ,δίνεις. // Θυμάμαι Σάββατο η μαμά, μας έλουζε στη σκάφη. Τα πρωϊνα , ξερό ψωμί, θρεψίνη απ’ το ράφι. Τα μεσημέρια τρώγαμε φασόλια με πιλάφι. Σχολειό, παιχνίδι ύστερα στο διπλανό χωράφι..... // Αγνά κι’ αθόρυβα , άνθρωποι έχτιζαν τη ζωή τους, και με ιδρώτα ,υπακοή πότιζαν το κορμί τους . Αργά ο χρόνος μέτραγε τη μίζερη στιγμή τους, η καλημέρα ήτανε, πρωτόλεξη στη φωνή τους. // Καθημερνά μοιράζανε όλοι, χαρά και λύπη. Κι’αν έλειπε ο πατέρας συνήθως απ’το σπίτι, σε πλοίο, εργοστάσιο ,σε καφενέ κοπρίτη, μια μάνα λογογιάτρευε , ανέχειας.. τη γρίπη. // Πέντε ήταν οι πλούσιοι, μα μοίραζαν και πλούτη και το φιλότιμο, ακριβή τιμή βαστούσε ακόμα, κι’ας ήταν το κρεβάτι μας απ’ αχυρένιο στρώμα. Το κρέας κάθε Κυριακή κι’ας ξίνιζ’ η γιαούρτι. // Μα της αγάπης τ’όφελος ,είν’ ουρανού αστέρια κι’ένα τραγούδι με χορό, κέρδιζε τη μιζέρια. Το άδικο ποντίζονταν στης θάλασσας τη λήθη, το μέλλον εγγραφότανε στο νου σαν παραμύθι. // Και ξαφνικά αγαπητέ , θωρώ πλέον γεράσαμε και των πολλών τα όνειρα μες τα ψιλά περάσανε. Φίλοι ,γνωστοί και αδελφοί, μαζί όπου γελάσαμε, απ’τη κορφή που φτάσανε, μας βλέπουν ,μας ξεχάσανε. // Οι ανάμνησες μένουν στο μυαλό σφραγιστές, σκλαβωμένα τα χεριά σε ραστώνης πληγές. Αντρανίζω στο μέλλον στεγνές της γαλήνης πηγές. Φοβάμαι που θα’ναι, πόρτες αγάπης κλειστές. // Φταίμε, που ίδιους αρχηγούς στην εξουσία βάνουμε . Φταίμε, που συνεχίζουμε , εν γνώση μας να χάνουμε. Φταίμε, οπού γνωρίζουμε η λευτεριά πως σώζεται. Φταίμε, οπού καθεύδουμε, ο πετεινός σαν κλώζεται. Σαλος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου