Οι δυτικές κοινωνίες φοβούνται το Ισλάμ. Ανέχονται, δεν αποδέχονται. Και όμως δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Διαβάζουμε: «Η
απάντηση απέναντι, στον Ισλαμισμό και την Ισλαμοφοβία, μπορεί να δοθεί
μόνο με περισσότερη δημοκρατία, ισονομία και ισοπολιτεία, μόνο με την
καθολική συμμετοχή της κοινωνίας στις δημοκρατικές διαδικασίες και τον
δημοκρατικό διάλογο.» Φαίνεται σαν αριστερόστροφη κοινοτυπία. Δεν
είναι έτσι, είναι κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον. Είναι η θέση δύο έμπειρων
ανθρώπων των σωμάτων ασφαλείας. Δύο ανθρώπων από τους οποίους θα
περίμενες μία συντηρητική θέση, μία άποψη που να στοιχειοθετείται από
επιθετικότητα, κινδυνολογία, καταστολή. Ο Φώτης Παπαγεωργίου είναι πρώην αξιωματικός καριέρας της Ελληνικής Αστυνομίας με θητεία στην ΕΥΠ. Και ο Αντώνης Σαμούρης υπηρετεί ακόμα στην ΕΛΑΣ. Και οι δύο με σημαντικούς ακαδημαϊκούς τίτλους.
Η προσέγγιση τους στο Ισλάμ έχει το ίδιο ενδιαφέρον με τα εργαλεία ανάλυσης που χρησιμοποιούν. Το βιβλίο τους «Ισλαμισμός και Ισλαμοφοβία πέρα από την προκατάληψη» δεν παρουσιάζει μόνο δεδομένα και δεν εξηγεί, απλώς, συνθήκες. Παίρνει και σαφή θέση: Το βιβλίο φέρνει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τη σημασία της ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου. Παροτρύνει τον αναγνώστη να αναλογιστεί τα πολιτικά και κοινωνικά επιτεύγματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ιδιαίτερα στους τομείς της διαφύλαξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, τα οποία αποτελούν τα μόνα εχέγγυα για πρόοδο και ευημερία. Έτσι, σήμερα περισσότερο από ποτέ, κατά τη διάρκεια της βαθύτατης οικονομικής και πολιτικής κρίσης, από την οποία διέρχεται η Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι πολιτες και οι Έλληνες ειδικότερα, αντί να λοιδωρούν το δημοκρατικό σύστημα και τους θεσμούς του κράτους και της πολιτείας για την ανεπάρκειά τους να δώσουν λύση στα σοβαρότατα προβλήματα της κοινωνίας, θα πρέπει να αγωνιστούν ακόμη περισσότερο για την εδραίωση και την ανάπτυξή τους.
Η συγγραφή δεν είναι γενικόλογη, εξειδικεύεται στα της Ελλάδας. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται μια σοβαρή και τεκμηριωμένη προσπάθεια να αποτυπωθεί με αντικειμενική προσέγγιση το διακύβευμα στις σχέσεις μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και ιδιαίτερα στην χώρα μας. Επιπλέον χαρτογραφείται, για πρώτη επίσης φορά, το πλέγμα των μουσουλμανικών οργανισμών και μουσουλμανικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο, ενώ ο αναγνώστης ξεναγείται μέσα από τους αιώνες, στην ιστορία, τη γεωγραφία, την κοινωνία και την πολιτική Ευρώπης και Ισλαμικού Κόσμου (Δύσης και Ισλάμ), ξεδιαλύνοντας τα μυστήρια και τις προκαταλήψεις και δείχνοντας, παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο, την πορεία στο μέλλον.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα του βιβλίου
Η παρουσία των μουσουλμάνων στη Δυτική Ευρώπη συμπίπτει ιστορικά με την επέκταση του Ισλάμ εκτός των ορίων της Αραβικής χερσονήσου και τη δημιουργία του ισλαμικού κράτους στην Ανδαλουσία από τους Ομεϋάδες, στις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ χριστιανών Ευρωπαίων και μουσουλ-μάνων Αράβων - και αργότερα Οθωμανών - απέκτησαν από τότε μια συγκρουσιακή δυναμική, ένα μίγμα πολέμων, διπλωματίας και εμπορίου επέτρεψε την εγκατάσταση ενός μικρού αριθμού μουσουλμάνων στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η τάση αυτή ενισχύθηκε κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας, όταν πραγματοποιήθηκε η οικονομική και πολιτική διείσδυση της Δύσης στην Ανατολή. Οι ίδιες συνθήκες διατηρήθηκαν έως και τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα χωρίς, όμως, μέχρι τότε να μπορούμε να μιλάμε για οργανωμένη μουσουλμανική παρουσία στη Δυτική Ευρώπη. Το τέλος, ωστόσο, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε και την έναρξη της απο-αποικιοποίησης, η οποία, λαμβάνοντας χώρα μέσα σε λιγότερο από δύο δεκαετίες, προκάλεσε το πρώτο μεγάλο κύμα μετανάστευσης από τις πρώην αποικίες στις μητροπόλεις των πρώην αποικιακών δυνάμεων. Τότε, μαζί με τους πρώτους μουσουλμάνους μετανάστες εργάτες ταξίδεψαν στη Δυτική Ευρώπη και αρκετά άτομα που είχαν εργαστεί για την αποικιοκρατική διοίκηση και τα οποία είχαν έρθει σε δύσκολη θέση μετά την αποχώρηση των δυτικών δυνάμεων. Περαιτέρω, η περίοδος σταθερότητας, οικονομικής ανάπτυξης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου που γνώρισε η μεταπολεμική Ευρώπη δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ενός δεύτερου μεγάλου ρεύματος οικονομικών μεταναστών από τις χώρες του μουσουλμανικού κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο εμφανίστηκε στις δεκαετίες 1950 και 1960 η πρώτη γενιά των μουσουλ-μάνων μεταναστών, οι οποίοι απασχολήθηκαν κυρίως ως ανειδίκευτοι εργάτες στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας αλλά και στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών protagon.grΗ προσέγγιση τους στο Ισλάμ έχει το ίδιο ενδιαφέρον με τα εργαλεία ανάλυσης που χρησιμοποιούν. Το βιβλίο τους «Ισλαμισμός και Ισλαμοφοβία πέρα από την προκατάληψη» δεν παρουσιάζει μόνο δεδομένα και δεν εξηγεί, απλώς, συνθήκες. Παίρνει και σαφή θέση: Το βιβλίο φέρνει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τη σημασία της ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου. Παροτρύνει τον αναγνώστη να αναλογιστεί τα πολιτικά και κοινωνικά επιτεύγματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ιδιαίτερα στους τομείς της διαφύλαξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, τα οποία αποτελούν τα μόνα εχέγγυα για πρόοδο και ευημερία. Έτσι, σήμερα περισσότερο από ποτέ, κατά τη διάρκεια της βαθύτατης οικονομικής και πολιτικής κρίσης, από την οποία διέρχεται η Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι πολιτες και οι Έλληνες ειδικότερα, αντί να λοιδωρούν το δημοκρατικό σύστημα και τους θεσμούς του κράτους και της πολιτείας για την ανεπάρκειά τους να δώσουν λύση στα σοβαρότατα προβλήματα της κοινωνίας, θα πρέπει να αγωνιστούν ακόμη περισσότερο για την εδραίωση και την ανάπτυξή τους.
Η συγγραφή δεν είναι γενικόλογη, εξειδικεύεται στα της Ελλάδας. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται μια σοβαρή και τεκμηριωμένη προσπάθεια να αποτυπωθεί με αντικειμενική προσέγγιση το διακύβευμα στις σχέσεις μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και ιδιαίτερα στην χώρα μας. Επιπλέον χαρτογραφείται, για πρώτη επίσης φορά, το πλέγμα των μουσουλμανικών οργανισμών και μουσουλμανικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο, ενώ ο αναγνώστης ξεναγείται μέσα από τους αιώνες, στην ιστορία, τη γεωγραφία, την κοινωνία και την πολιτική Ευρώπης και Ισλαμικού Κόσμου (Δύσης και Ισλάμ), ξεδιαλύνοντας τα μυστήρια και τις προκαταλήψεις και δείχνοντας, παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο, την πορεία στο μέλλον.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα του βιβλίου
Η παρουσία των μουσουλμάνων στη Δυτική Ευρώπη συμπίπτει ιστορικά με την επέκταση του Ισλάμ εκτός των ορίων της Αραβικής χερσονήσου και τη δημιουργία του ισλαμικού κράτους στην Ανδαλουσία από τους Ομεϋάδες, στις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ χριστιανών Ευρωπαίων και μουσουλ-μάνων Αράβων - και αργότερα Οθωμανών - απέκτησαν από τότε μια συγκρουσιακή δυναμική, ένα μίγμα πολέμων, διπλωματίας και εμπορίου επέτρεψε την εγκατάσταση ενός μικρού αριθμού μουσουλμάνων στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η τάση αυτή ενισχύθηκε κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας, όταν πραγματοποιήθηκε η οικονομική και πολιτική διείσδυση της Δύσης στην Ανατολή. Οι ίδιες συνθήκες διατηρήθηκαν έως και τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα χωρίς, όμως, μέχρι τότε να μπορούμε να μιλάμε για οργανωμένη μουσουλμανική παρουσία στη Δυτική Ευρώπη. Το τέλος, ωστόσο, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε και την έναρξη της απο-αποικιοποίησης, η οποία, λαμβάνοντας χώρα μέσα σε λιγότερο από δύο δεκαετίες, προκάλεσε το πρώτο μεγάλο κύμα μετανάστευσης από τις πρώην αποικίες στις μητροπόλεις των πρώην αποικιακών δυνάμεων. Τότε, μαζί με τους πρώτους μουσουλμάνους μετανάστες εργάτες ταξίδεψαν στη Δυτική Ευρώπη και αρκετά άτομα που είχαν εργαστεί για την αποικιοκρατική διοίκηση και τα οποία είχαν έρθει σε δύσκολη θέση μετά την αποχώρηση των δυτικών δυνάμεων. Περαιτέρω, η περίοδος σταθερότητας, οικονομικής ανάπτυξης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου που γνώρισε η μεταπολεμική Ευρώπη δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ενός δεύτερου μεγάλου ρεύματος οικονομικών μεταναστών από τις χώρες του μουσουλμανικού κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο εμφανίστηκε στις δεκαετίες 1950 και 1960 η πρώτη γενιά των μουσουλ-μάνων μεταναστών, οι οποίοι απασχολήθηκαν κυρίως ως ανειδίκευτοι εργάτες στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας αλλά και στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία.
Η μαζική πλέον εγκατάσταση των μουσουλμάνων
μεταναστών στις κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης θα φέρει σε επαφή δύο
διαφορετικές πολιτισμικά ομάδες, αναγκάζοντάς τες να προσαρμοστούν μέσα
σε ένα νέο διαπολιτισμικό περιβάλλον. Αυτού του είδους η διαπολιτισμική
προσέγγιση θέτει σε εφαρμογή τη διαδικασία του επιπολιτισμού, όπου μέσα
από την αμφίδρομη σχέση τα δύο διαφορετικά πολιτισμικά υποσύνολα
ενσωματώνουν τις μεταβολές που προκαλούνται στο εσωτερικό τους ως
αποτέλεσμα των επιρροών που δέχονται και ασκούν εκατέρωθεν. Αυτό δεν
σημαίνει, βέβαια, ότι η κατάληξη του επιπολιτι-σμού είναι απαραίτητα ένα
νέο πολιτισμικό μοντέλο που βασίζεται στη μίξη στοιχείων από το
πολιτισμικό υπόβαθρο κάθε μίας από τις διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες.
Αντίθετα, το αποτελέσμα της σύζευξης μπορεί να διαφέρει κατά περίσταση
και ανάλογα με τους ιδιαίτερους κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες
που επιδρούν στην ανάπτυξη της σχέσης, αν και στις περισσότερες
περιπτώσεις είναι εμφανές ότι η μειοψηφούσα ομάδα είναι εκείνη που
καλείται να προσαρμοστεί στοκυρίαρχο πολιτισμικό μοντέλο της κοινωνίας.
Συνεπώς, ο επιπολιτισμός των υποκειμένων που συνιστούν τις δύο
διαφορετικές πολιτισμι-κά ομάδες, όπως οι μουσουλμανικές κοινότητες και η
δυτικοευρωπαϊκή κοινωνία, αφορά στην πράξη μια ετεροβαρή σχέση, καθώς
εκείνοι που καλούνται να καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια για
προσαρμογή στις νέες συνθήκες είναι οι μετανάστες, οι οποίοι, άλλωστε,
έχουν μετακινηθεί από την κοινωνία καταγωγής στην κοινωνία υποδοχής,
όπου αποτελούν τη μειοψηφία. Το πολιτισμικό σοκ στο οποίο υπόκεινται οι
μετανάστες κατά τη διαδικασία της προσαρμογής τους, δημιουργεί
αναμφίβολα ψυχολογική πίεση τόσο στο άτομο όσο και στην ομάδα, η οποία
μπορεί να εκφραστεί με διάφορους τρόπους κατά την επαφή τους με τα
υπόλοιπα μέρη της ευρύτερης κοινωνίας.
Φώτης Παπαγεωργίου, Αντώνης Σαμούρης. «Ισλαμισμός και Ισλαμοφοβία. Πέρα από την προκατάληψη» Εκδόσεις Ταξιδευτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου