Παρασκευή, Απριλίου 18

ΠΟΙΗΣΗ

Nikolas Saliveros H διφθέρα

Τον άνθρωπο σαν έπλαθε ο Θεός,

απέφυγε σκοπίμως νά’ναι <αργία>.
Και γνώριζε ,δεν θα έμενε ενεός
από < τα έργα> που κάμει η λαιμαργία

Τον έντυσε με ένα νου και δέρμα,
ήλιου και τόπου προστασίας.
Να τρέξει, του είπε, προς στο τέρμα,
μόνος να βρεί πηγή αθανασίας.

Δύσβατος δρόμος στη ζωή κι’ εκείνος,
ξεχωριστός είναι στη γης, όπως ο κρίνος.
Ο ένας μπαίνει στο δρομί και βγαίνει θρήνος
κι’ο άλλος άδει σαν τζίτζικας και σπίνος.

Με πρόσθετη ντύνεται ασπίδα,
γδαρμένη ζώου τη διφθέρα,
να συγκαλύψει θέλει την κηλίδα,
π’ αφήνει το χνώτο στον αγέρα.

Αργότερα με υφασμάτινη χλαμύδα
και με δασύτριχη πολύτιμη διφθέρα,
των άβουλων σπίνων τρώγει τη μερίδα.
Κοιλιά μεστή , οστά ζεστά και «βρέχει πέρα».

Κλεισμένος μέσα στις υγρές προβιές του
ξεχνά πως το λουλούδι γρήγορα μουχλιάζει,
πως εξαπλώνεται ο ρύπος μες τ’αγιάζι
και με διφθέρες δεν κρύβει τις βρωμιές του.

Ξεχνά και πως οι παλαιοί προγόνοι,
διφθέρες είχανε επίσης για γραφή,
ότι η ιστορία δεν γράφεται στο γόνυ
πως κοπροσμίζεται και πριν απ’την ταφή.

Όσες διφθέρες ο θνητός και αν ζαλώνει,
κρίνο δεν θα φυτέψει μες το χιόνι.
Της γέννας, η βρωμιά είναι προγόνι
και τον θνητό, θνητός θα θανατώνει.

Σε λόγου σας

Σάλος-2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου