Τα τσιράκια (Οι τρείς φίλοι) «Μάθε παιδί μου γράμματα..» κι’εμαθε ο γραφιάς. Δεύτερος φίλος , χωριστός είν’ο φτωχός καλφάς , Τριτος μελετηρός κι’αυτός από παιδάκι, φίλος σιμά , πολιτικάντη όμως τσιράκι. Στο δρόμο οι δύο είναι του βιβλίου, μα ο καλφάς εχθρός είναι του σχολείου. Κάνουν κι’οι τρείς Σταυρό Ευαγγελίου, λάβανουνε ακόμα στη αρχή, μισθού τιμίου. Πικρό νερό απ΄της ζωής ήπιαν τ’αυλάκι, μυαλό και χέρια ποτίσαν με φαρμάκι, δουλεύοντας επάνω σ’αδικου κλάματα και χτίζοντας ελπίδες σε χαλάσματα. Εμπρός τον φίλο, κάπου χάσανε τον τρίτο της απληστίας δρόμο πήρε δίχως γυρισμό. Τον προσπεράσανε «εν βλέμματι ακρίτω» , αφου ποδηγετούσε « εαυτόν» μες το γκρεμό. Και σαν ξημέρωσε του απολογισμού η ώρα οι δύο ξεμείνανε στο χείλος του καημού. Βροντούσε ο τρίτος μες του χρυσού τη χώρα κι’από τα βάθη του , αχός του στεναγμού. Στο δρόμο ξαναβρέθηκαν κι’οι τρείς τ’απείρου μα είχαν βαφτιστεί δια ξέχωρου του μύρου. Στη γη, κανόνας είναι οι αισχροί Χρυσορυχείου Στους τρείς ,ο ένας,«τυχερός»να’ναι ντροπής λαχείου. Είναι στο κόσμο τα βάσανα αμέτρητα γραφιάς, τσαγκάρης σε έναν να σμίγουν , μικροί στο νου τσιράκια καταλήγουν, είν’ του ανθρώπου τα μυαλά διάτρητα. Σάλος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου