Το πιθάρι του Διογένη (Ασμα μελλοντικόν κι’επίκαιρον) Στο δρόμο σαν το Διογένη βγαίνω μ’ένα φανάρι. Ψάχνω <ποιός ζει και ποιός πεθαίνει> και γίνουμαι κουβάρι. Που το σπίτι μου πηγαίνει δίχως <Ηρακλή και Άρη> Με μπροστάρη μιαν <Ελένη> το σκοτάδι θα με πάρει. Σκέψη παίρνω και μια χλαίνη, τόλμη κι’ αγάπης το δοξάρι, μα στη μάχη μ’ αποθαίνει του συντρόφου το ποδάρι. ΡΕΦΡΕΝ Ο άνθρωπος που γύρευα εχάθηκε στης παλιανθρωπιάς τ’ανήλια βάθη. Η αγάπη στη γλάστρα της γιαγιάς μαράθηκε, και χτίζω κάστρα, σε χώμα στρωμένο από λάθη. Το χρόνο πού’φυγε ήθελα πίσω, όχι τη ζωή να ξαναζήσω, μήτε να δημιουργήσω, είναι που ξέχασα να ΦΤΥΣΩ. Υ.Γ Εάν φτύνει ο άνθρωπος από της γέννησή του, σαν του χτυπήσει ο θάνατος, βρίσκει συχώρεσή του. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου