Πέμπτη, Ιανουαρίου 31

ΤΟ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΜΟΥΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΛΙΓΩΤΙΚΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ


Πάντα την Κυριακή

31/01/2013

Βγάζω το παλιό βινύλιο από τον φάκελο, επανέκδοση από τη δισκογραφική Μinerva. Στο εξώφυλλο η Μελίνα με τα χέρια απλωμένα, αριστερά της ο Φούντας  και ο Βανδής, δεξιά της καθιστός και άναυδος ο Ντασέν, ο Όμηρος στην ταινία, που μαζί με τον «Ζορμπά» του Κακογιάννη είναι οι διασημότερες ελληνικές ταινίες. Ποιος να είναι ο τυχερός πιτσιρικάς που κοιτάζει παρατηρητικά τον Ντασέν κάτω δεξιά στη φωτογραφία του εξωφύλλου; Πέντε χρόνια μετά τη «Στέλλα», η Μελίνα υποδύεται άλλη μια αντισυμβατική ηρωίδα και στέλνει την Ελλάδα στ’ αστέρια.
Το «Ποτέ την Κυριακή» πηγαίνει στο φεστιβάλ των Καννών. Μετά την προβολή στήνεται ένα γλέντι με λαϊκή ορχήστρα, με τον ξενυχτισμένο Ζαμπέτα, που πέταξε αμέσως μετά το κέντρο που δούλευε ξημερώματα, να δίνει τον τόνο στη γιορτή που θα έκανε την Ελλάδα διάσημη μέσα σε ένα βράδυ. Ο άγιος Χατζιδάκις γράφει μερικές από τις πιο υπέροχες μελωδίες του, κι ας αποκήρυξε τα «παιδιά του Πειραιά» μαζί με το Όσκαρ του, δηλώνοντας την αντίθεσή του στην επιδοκιμασία του επίσημου κράτους. Ιδού ένας αναρχικός ποιητής, θαυμαστά επαναστατικός!
Το 1987, φοιτητής και απένταρος, πήγαινα στο φεστιβάλ του ΚΚΕ Εσωτερικού να ακούσω δωρεάν τον Χατζιδάκι να παίζει τη «Ρωμαϊκή» του «Αγορά». Ενάμιση χρόνο αργότερα, πρωτοετής στο Θέατρο Τέχνης, Φεβρουάριος του 1989, έχουμε πρεμιέρα στο Υπόγειο με το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν. Περιμένουμε τον Χατζιδάκι να έρθει με τη μουσική. Έρχεται μια μέρα πριν στη γενική δοκιμή. Να δω τον ποιητή, πρόλαβα κι εγώ. Και να τον γνωρίσω. Μα δεν έχει γράψει ούτε νότα! Τι να κάνουμε, η γενική πραγματοποιείται στα μουγκά, χωρίς μουσική ενδιαμέσως των πράξεων. Το άλλο απόγευμα, δύο ώρες πριν από την πρεμιέρα, με τον Μίμη Κουγιουμτζή, που σκηνοθετούσε, να καπνίζει αγχωμένος πάνω-κάτω, καταφτάνουν δύο μπομπίνες με τη μουσική. Μαζί με δυο τούρτες από το Fresh για τον θίασο, σαν ένα μικρό συγγνώμη για την αργοπορία. Βάζουμε τις ταινίες στο μπομπινόφωνο, και τέσσερα θέματα αρκούντως λυρικά ξεχύνονται στην άδεια ακόμη αίθουσα. Ο Κουγιουμτζής ξεφυσάει ανακουφισμένος. Παρέα με τον ηχολήπτη απολαμβάνουμε τη μουσική μέχρι τέλους.
Το «Ποτέ την Κυριακή» περιέχει μουσικά θέματα λιγωτικής ομορφιάς. Στο θέμα του «Προλόγου» ένα μπουζούκι αλλόφρον μπαίνει σαν χείμαρρος, σε ένα μοτίβο με απανωτά ξεσπάσματα. Μια μικρή ανάπαυλα, ένα μικρό σόλο, και με το σήμα του ακορντεόν το μοτίβο αλλάζει και ξετυλίγεται σε έναν αυτοσχεδιασμό στις κλίμακες. Ενδιαμέσως, ο Ζαμπέτας χρωματίζει με τις πιο γλυκές πενιές που έπαιξε ποτέ, ξεκινώντας κάτι που θα γινόταν παγκόσμιο φαινόμενο. Στο τρίτο θέμα, παίζει ένα ταξίμι-εισαγωγή μοναδικό, πριν δώσει πάσα στην ορχήστρα των μπουζουκιών, σε ένα ελληνικότατο wall of sound. Στο «Ζεϊμπέκικο χορό» το μπουζούκι παίζει σαν το πιάνο του Μάνου. Εξού και ο Ζαμπέτας έλεγε ότι στην πρόβα ο Μάνος το έπαιζε στο πιάνο και τα έπιανε με το αυτί. Η λαϊκή ψυχή απ’ το Αιγάλεω συναντάει τον αθηναϊκό αστισμό του Χατζιδάκι σε μια μελωδία που σπάει το τζάμι του χρόνου. Το πέμπτο κομμάτι, η «Ερημιά» είναι σχεδόν αβάσταχτο μέσα στη μοναχική του ομορφιά. Σαν ένας περίπατος στο άδειο λιμάνι, αφού έχουν φύγει όλα τα πλοία της γραμμής.
Η αγαπημένη λατέρνα του Μάνου υπάρχει σε δύο θέματα. Σαν απόηχος της εποχής που έφευγε, καθώς ερχόταν καλπάζοντας η γενιά της αντιπαροχής. Σαν το τελευταίο τραμ πριν αποσυρθεί και μείνει η γραμμή μισοθαμμένη στην άσφαλτο κατά μήκος της ακτής Κονδύλη, μέχρι τη διασταύρωση με τη Δραπετσώνα στον άγιο Διονύσιο. Το «Πρωινό» σαν το ξημέρωμα μετά το τέλος της γιορτής, με τα χαρακτηριστικά Χατζιδακικά γυρίσματα, επισφραγίζει μια μουσική αθέατης μελαγχολίας, σε αντίστιξη με το γιορτινό και ανέμελο ύφος του φιλμ, που γρήγορα ξέπεσε σε φοκλόρ ταβέρνας.
Η Καθημερινή της Κυριακής έδωσε στο τελευταίο της φύλλο αυτό το εξαίσιο soundtrack. Σαν παρηγοριά στην κατήφεια της ειδησεογραφίας και των άρθρων που φιλοξενεί στις σελίδες της, όπως και οι υπόλοιπες εφημερίδες φυσικά.
Ξανακοιτάζω τη φωτογραφία του εξωφύλλου. Η Μελίνα χορεύει σαν ένας θηλυκός Ζορμπάς λίγο πριν από μια καταστροφή.  Ο Ντασέν ήθελε να γνωρίσει στον υπόλοιπο κόσμο «έναν τόπο με τους πιο υπέροχους ανθρώπους που έχετε δει ποτέ», όπως έλεγε στη συνέντευξη στις Κάννες. Αναρωτιέμαι πού να πήγε όλη αυτή η χαρά της ζωής. Μαζί με τα παιδιά του Πειραιά…protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου