Τρίτη, Μαΐου 13

ΠΟΙΗΣΗ

Όνειρο και Ελπίδα
(Ενός συνταξιούχου)

Απ’ όνειρο, σε όνειρο ξυπνάω στην επαύριον
και απορώ αν είναι ελπιδοφόρο ή μακάβριον.
Σκαντζόχοιρου το δίλλημα είναι πάντα που πνίγει
και που τον άνθρωπο συχνά σε ήττα καταλήγει.
…………………
Ξύπνησα ,λέει, πρωί να πάω να ψηφήσω
γιατί , εγώ πρέπει να κρίνω πως θα ζήσω.
Κυριακή και κρέας μήνες είχα να μυρίσω,
μήτε στα εγγόνια ένα παιχνίδι να δωρίσω.

Αέρα να πάρω αυγινό, βγαίνω στο μπαλκόνι……..
Απ’τις αφίσες, ο νους πολύχρωμο γίνεται μπαλόνι,
τα λόγια , φαίνονται δεμένα σε ψεύτικο κορδόνι
και δίπλα, αλί, βλέπω μιαν αδειανή αγχόνη.

Μπερδεύομαι, ποια λεωφόρο, ποια οδό να πάρω;
είναι αυτή του δίκιου ή αυτή με τον κουμπάρο;
Κατ’τοίκον ,μήπως, να καπνίσω ένα τσιγάρο;
ή «δέκα δάχτυλα» να ρίξω « κι’ένα σμπάρο»;

Όμως θωρώ ,κάλιο να βάλω ταυτότητα στο στόμα
σαν βγω , μες της «Πρωταπριλιάς» το δρόμο,
μήπως, σύμφωνα με τ’ αυτονόητου το νόμο,
πως ,αν δεν πάω από κρέμασμα θα πάω από κώμα.

Ετσι οι συγγενείς θα αποφύγουν ΣΙΛΒΕΡ ΣΟΣ
αφού θα αναγνωριστώ ευθέως κι’ επακριβώς.
Το κράτος θα εξοικονομήσει πλεόνασμα σαφώς,
και τότε θα πούνε όλοι: « Εφυγε’ νας παλαβός.»

Το κόρφο μου φτύνω,
καφέ δεν πίνω..
Ένα δάκρυ΄αφήνω
και με τ’αγγόνι μου, παίζοντας «κρυφτό»- «ξεδίνω»

Σάλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου