Σάββατο, Ιουνίου 27


27 Ιουνίου στις 6:34 μ.μ.
 
Το Μεγαλείο του «Τέταρτου Λάθους»
(Η συμπαθής συνομοταξία του «ανθρώπου-ΕΛΛΗΝΑ»)

-I-
(Λόγος)

…………Ελληνες….Θα μπορέσουμε(;)
Αφού στον «ξένο δεν πουλήθηκες μούλος»…(μελετήσαμε
στου Κ.Βάρναλη «Του άγνωστου, το τέταρτο λάθος»)
Αλί,θα συνεχίζεις να είσαι «ο γνώριμος» δούλος,στο βάθος
του «νύν και αεί και στους αιώνες των αιώνων».Τον προσκυνήσαμε ..

Και βλέποντας τον «πουλημένο», έξω σου χασκογελάς,
όμως ,από τη ζήλεια σου μέσα σου βαριά πονάς,
αν και στους δίπλα δούλους, λέγεις πως ξερνάς,
γιατί για σένα η άδικη ψευτιά είναι ..αφόρητος μπελάς

Σκέφτεσαι, πως αν θα ήσουν σύ ο «πουλημένος»,
στου «ξένου» θα χωνόσουνα τα βρωμο-σκέλη.
Τι κι’αν οι συνδούλοι σου θα λέγαν.. «Τον τυχερό τεμπέλη»
Εσύ,μέσα στα χρυσο-σίδερα, θάσουν τρίς-ευτυ-χισμένος

Εσύ , περίφανος,..Υπατος Χρυσοσιδεράς- θ’αγνάντευες από ψηλά
και πλέον όχι δούλος,μα σαν το «Μέγα-Κάτι»,
στους πρώην ετέρους σου και τ’άλλο θα έβγαζες το μάτι.
Αφού ο «Θεός σου» τους πουλημένους μοναχά φιλά.

-II-
( Αντίλογος )

Όμως ,στου ξένου τον κόσμο,κατοικούν κι’οι υπο-πουλημένοι
με δεικτική ταμπέλα στο κούτελο όπου φορούν,
στα χρυσο-σίδερα, σαλιοκουνάμενοι θαρρούν
θ’ανοίξει η πόρτα. Μ’αυτή ο ξένος έχει «Γόρδειο-αμπαρωμένη».

Σ’αυτή τη τάξη κι’ολοι οι ξεπεσμένοι..κυκλοφοράνε,
δούλοι του ξένου. Υποβρύχια στη θάλασσα μέσα
της αθλιότητας,στην επιφάνεια να κρατηθούνε..Μπέσα
δεν έχουν. «Ψυχήν τε και σώματι».. «αντι φακής» πουλάνε.

Και στον αγώνα,είναι «καθήκον» όλωνε αυτής της τάξης
δεμένοι σε μπουλούκι, τον «άγνωστο» πάντα να κυνηγουν
μήπως κι’ο ξένος τους προσέξει και νέοι-παλιοί καταταγούν ,
αέναοι πολεμιστές (στη συντήρηση του τοίχους,)μιάς ανίερης πράξης

Πολλές οι τάξεις και μια απ’αυτές των μαϊμουδιζόντων
που μόνον αυτοί (κρίνουν-αυτ’εμπαιζόμενοι) πως είν’ οι αρχηγοί.
Γεμίζουν τα σακούλια τους και μήγαρις γίνονται χορηγοί
γιατί φρονούν .. «ο οβολός, φερν’είναι των,νεκρών και ζώντων.»

Μέσα σε όλους σκόρπιοι τροχοί και οι παρατρεχάμενοι
Στρώνουν χαλιά,οσφίες κάμπτουν ,αρκεί να κρατηθούν…
Βδέλλες γλοιώδεις να τραφούν από αιμοστάγονα, να μη χαθούν,
αφού το αίμα πρώτοι δίνουνε στον ξένο. Σκέτοι κωλοβρεχάμεμοι.

Μεστό πλήθος,κυκλικά τρέχουνε και οι «εν γώσει» πένητες,
Που λάθος ερμηνεύουν( θελημένα ή όχι) του Επικούρου τη ρίμα,
«Λάθε βιώσας» και λάθρα να διαβούν κι’ αλώβητοι απ’το βλήμα
τ’ αφιλόξενου-ξενου ,το κατώφλι και της κοιλιάς να γεμίσουν τους λέβητες.

Στα κάστρα τους(πύργοι Μεσαίωνα) θεριο-κυματίζει,
« IN GOD WE TRUST»-(σε όλα τα χρώματα) ,η σημαία τους.
Παρωπίδες αλόγου (στο ίδιο σημείο-σκοπό) οδηγεί την ιδέα τους
και μάτι «απούλητου» ,έξω απ’την τάφρο τους δεν τους αγγίζει.

Μυριάδες γύρω τριγυρνούν μαρκαρισμένοι οι δούλοι.
Σκελετωμένα,άνιφτα δέρματα με βουλιαγμένα μάτια,
μ’ αισθήματα κι,ελπίδες στο άνεμο σπαρμένα κομμάτια,
αφού με σίδερο καυτό σημαδεμένοι πάντα είν’οι μούλοι.

Αμέτρητοι και οι τυφλοί «στο νου,στ’αυτιά στα μάτια»…
Αμεταγύριστα πιστεύουν στον «Αγνωστο Σωτήρα» τους. Κοράκι
ο ξένος, θα τους φιλεύει σε χρυσοπότηρο με το φαρμάκι
που ‘φτασφράγιστη τη συνταγή φρουρεί ,στα δικά του παλάτια

Κάπου εκεί ,σε μιάν άκρη σκοτεινή,βλέπεις και ήρωες,ποιητές.
Την άκρη διαλέξαν, όπου ενδημεί το πνεύμα της λεύτερης σοφίας.
«Φωνή βοώντος»…Κι’άλλο του ξένου,έξυπνο όπλο σοφιστείας,
«Βλέπετ’ Αυτούς ..γιάς σας,γιά ’μας..θα είναι πάντα οδηγητές.»

-ΙΙΙ-
(Σύνθεσις)

Ολοι μάθαμε στη ζωή ,θα μας βρεί ένα πρωϊ, με οφθαλμούς
που δεν θα ματανοίξουν. Όμως ορθώνουμε ομπρός λιγνό καλάμι
και πίσω του χωνόμαστε, θαρρώντας το ‘σφαλές θαλάμι..
Ο,τι παλαιψοχτίσαμε, πίσω μας,συντρίβεται σε λαίμαργους γκρεμούς.

«Η αδικιά καβάλα πά στην αδικιά»….απρόσβατος είναι κανόνας
Η «λευτεριά-ασυδοσιά» του ξένου, δετοκρατεί τους πουλημένους και υπό…
με λόγια αναληθή-παχιά , και έργα (των δούλων) αθάνατα αιώνων..Τι άλλο να πώ;
Τουλάχιστον ολόρθες ας κρατήσουμε «τας εαυτούς.. ιεράς κολώνας»

Ολοι ,αν ‘μολογήσουνε να πούμε την αλήθεια,
τον εαυτό μας θα πιστώσομε στην αληθή την τάξη
Κι’αφού δεν περιμένουμε ,ο ποταμός ροή ποτέ ν’άλλάξει,
το μύθο να διαλύσομε με την δικιά μας Ιστορία,ήγουν να διώξουμε τα παραμύθια.

-ΙΙΙΙ-
(Θέσις)

Μη ψάχνεις τον «ξένο» για να βρείς κάπου αλλού στη γή.
Κι’αυτός και συ και όλοι μας, από την ίδια βγήκαμε κοιλιά.
Κι’αν στέκει δίπλα μας, ξεπίτηδες,δεν σκά μιλιά,
γιατί ,σαν αδελφός μας πούναι, η «αγάπη» τον καθοδηγεί.

Αλλάχ ,Σωκράτης ή Χριστός,… πρότερος ή μελλούμενος ,θ’απατάται
πως μπορεί της φύσης το λάθος να δαμάσει. «Το Μεγαλείο ενός λάθους».
Ολα , αισθήματα , αισθήσεις,χωρίς ελπίδα, «Δέσμια»στην κιβωτό του πάθους
της Απληστίας, θάναι ο -φαρμακοσταυρός ,το δίκιο κάθε μέρα να κρεμάται.

Πρώτον λάθος. «Από κούνια μας είμαστε δούλοι..» ,δεν το θελήσαμε.
Δεύτερο..Τρίτο …κι’άκομα ..καθεύδομε στην ίδια του σκότους κούνια.
Στο κόσμο όλοι αντάμα, «Ξένοι,Πουλημένοι-Σοφοί,Τυφλοί»..μιλιούνια.
Τυφλώνει του Προμηθέα η αλήθεια …,
(γιατί μας «ξυπνούν» τα εύπεπτα παραμύθια.)
Βραχολαξεμένη… και μείς σελίδα πίσω, ποτέ δεν γυρίσαμε.
…………… ……Ελληνες…Να μπορέσουμε…….
 
   Μου αρέσει!
   Σχολιάστε

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου