(Κάποιοι θυμόμαστε, Πόσο ντρεπόμαστε, Όταν φιλιόμαστε. Και σαν κοιμόμαστε, Ονειρευόμαστε, Πως όλοι, αναμετάξυ μας, αγαπιόμαστε) Οι Φανοί τ’Αη-Γιαννιού και ο Κλήδονας //// Το έθιμο του Κλήδονα στης Ιστορίας χάνεται τα βάθη. Κι’επειδή <σύν και ουσία> μετρούν πολύ, ο καθείς θέλει να μάθει πως το..δίνουν το φιλί, δυό χείλη φιλήδονα. /// Τ’Αη-Γιάννη οι φανοί γιορτάζονταν τον κάθε χρόνο. Νέοι-νιές δίχως κάν πόνο, τις φωτιές πηδούσαν,ανεμίζοντας πανί. /// Κόκκινα γίνονταν τα χέρια, δίχως αίμα από μαχαίρια. …………. Φλόγες δεν λόγιζαν ψηλές, ο Γιωργής,η Μαριώ κι’ένας..λελές. Κι’άν καιγόντουσαν λιγάκι, ίσως με ξύλο άκαυτο ένα..μπερτάκι θα… γευόντουσαν απ’τους γονείς <Τι έχεις Γιάννη και πονείς> /// Βράδυ πρίν οι κοπελιές, ωραίες,άσχημες και με κοιλιές σ’ένα κανάτι μέσα ,με νερό <κάτι> ερίχναν,δίχως να χάσουνε καιρό. Το άλλο βράδυ όλες γύρω απ’το κανάτι, περίμεναν να βγεί της κάθε μιάς το ..<κάτι> /// Κι’ οι..γαμπροί μ’ένα στιχάκι δίχως..τσίπα που απ’ του..στόματος εξέρχετο την τρύπα, <του έρωτος> απάγγελλαν την..αμαρτία. Γελούσαν όλοι, ηχηρά κι’….εν απαρτία, σαν έβγαινε το <κάτι> απ’το κανάτι και ..πονηρά η μια της άλλης ..έκλεινε το μάτι. Ένα όνειρο γενιόνταν εις τον ξύπνιο που συνεχιζόντα εις τον ύπνο /// Κάποιες δεν μίλαγαν,δεν βγάζανε μια λέξη και σιωπηλές περίμεναν κάποιος να τις διαλέξει, τη…μοίρα να τους πεί….από το στόμα κι’ήταν αυτές, το..ράφι που θωρούν ακόμα. Ο μως γι’αυτές υπήρχε ο Μανώλης «γνωστός και μη εξαιρετές-, εξώλης και προώλης». Κι «έκ του προχείρου στιχουργός», ως ξεπαρμένος δημιουργός Τραγούδαγε της κοπελιάς τη μοίρα και κρυφά έπινε μπύρα. /// Κόκκινα τα μάγουλα αιθέρια γέλιο ολούθε, σε λάκκο η μιζέρια. ………… Το έθιμο του Κλήδονα, χαρά και κέφι έδινε και δίχως πάθη. Κι’επειδή το γέλιο δίνει στον πόνο αναστολή, συγχωρεί πολλών τα λάθη και τη ζωή ωφελεί. …Ανθη δικοτυλήδονα. /// Τ’Αη-Γιάννη πλέον οι φανοί κι’ό Κλήδονας ίσως κάπου γιορτάζονται μόνο. Φωτιές δίχως φλόγα βλέπω τώρα και ..κρυώνω και το <κάτι>, πάντα όλοι ευελπιστούμε να φανεί. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου